Τρεις αλήθειες….
Όλο και κάποιες αιτίες και αφορμές δίνονται για να συζητάμε για το «είδος» των θεολόγων καθηγητών και το «είδος» του μαθήματος των Θρησκευτικών.
1) Μην απορείς που μιλάω για το «είδος» των θεολόγων. Αρκετοί συνάδελφοι άλλων ειδικοτήτων και θεσμικοί παράγοντες της εκπαίδευσης, καθώς και ένα ποσοστό της κοινής γνώμης μάς αντιμετωπίζουν με προκατάληψη. Αυτό βασίζεται κυρίως στις (συχνά αβάσιμες και αυθαίρετες) αντιλήψεις τους γύρω από το μάθημα και τις θεολογικές σπουδές γενικότερα και στην άποψή τους για το ρόλο και τη θέση της Εκκλησίας. Φίλε μου, εάν είσαι θεολόγος, μην μου πεις τώρα ότι δεν σε έχουν αντιμετωπίσει κάποιοι, κάπου, κάποτε ως κατωτέρου επιπέδου και ελλιπούς διανόησης καθηγητή, ως εκπρόσωπο του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ή ως μόνιμο απολογητή των λαθών της διοικούσας Εκκλησίας. Αναφορικά με το τελευταίο, το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι αυτοί που φωνάζουν για την πλήρη αποσύνδεση του μαθήματος από την ορθόδοξη θεολογία και την εκκλησιαστική ζωή, οι ίδιοι θα σε «στριμώξουν» για να τους απαντήσεις για τα λάθη του Βυζαντίου αλλά και για τον πλούτο και την μεγαλομανία κάποιων δεσποτάδων!!! Αρκετοί σε θεωρούν συνώνυμο του συντηρητισμού, του ηθικισμού και της οπισθοδρόμησης, καθώς και εκφραστή του γλυκανάλατου και χαζοχαρούμενου «θρησκευόμενου» ύφους.
2) Το αξιοπερίεργο του πράγματος εντείνεται, όταν δουν ότι εσύ έμπρακτα αποτινάζεις από πάνω σου τις ρετσινιές αυτές και τους «βγαίνεις από δεξιά» σε κουλτούρα, προοδευτικό πνεύμα και γενικότερη καλλιέργεια. Εξάλλου, σε πολλά σχολεία οι θεολόγοι είναι πρωτοπόροι (συχνά και οι μόνοι) στην αξιοποίηση οπτικοακουστικών μέσων και των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία, στην εφαρμογή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων, καθώς και στην ανάληψη άλλων εκπαιδευτικών δράσεων. Γενικότερα, ο θεολογικός εκπαιδευτικός κόσμος – με όλα τα προβλήματα και τις ατέλειες που αντιμετωπίζει - σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τα στερεότυπα που ανέφερα πριν. Είναι καιρός να το καταλάβουν όλοι. Από τα πολιτικά κόμματα, τα υπουργικά γραφεία, τους συνδικαλιστικούς φορείς, μέχρι και τον «κουμπωμένο» συνάδελφο που κάθεται δίπλα μας.
3) Βέβαια, στα πλαίσια μιας ειλικρινούς αυτοκριτικής θα διαπιστώσουμε ότι για αρκετές προκαταλήψεις των άλλων ευθυνόμαστε συχνά εμείς οι ίδιοι είτε επειδή ορισμένοι έχουμε αποδεχθεί τη μιζέρια, την εσωστρέφεια και τον ωχαδερφισμό ως στάση ζωής και δράσης στο σχολείο είτε γιατί δεν επιθυμούσαμε ποτέ να γίνουμε θεολόγοι, αλλά «μας έριξε το σύστημα στη θεολογία». Δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που – όταν υπάρχουν - μάς υποβιβάζουν στον τύπο ενός κακού δημοσίου υπαλλήλου, που επιθυμεί απλά το βολεματάκι του και τον πενιχρό μισθουλάκο του. Όσο πιο αθόρυβα, ανεύθυνα και ακίνδυνα, τόσο καλύτερα. Σχετικά με το τελευταίο, ας δούμε ποια είναι η πανελλήνια βάση εισαγωγής για τις θεολογικές σχολές. Εάν ανήκουμε στην πρώτη κατηγορία είναι καιρός να βγούμε στην ειρηνική αντεπίθεση και να πείσουμε την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινωνία για αυτό που είμαστε και για αυτό που προσφέρουμε στους μαθητές μας, αφού πρώτα και έμπρακτα αναιρέσουμε το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ειδάλλως, δεν μπορούμε να καπηλευόμαστε τον όρο «καθηγητής», ο οποίος εμπεριέχει την έννοια της ηγεσίας, του θάρρους και της πρωτοπορίας. Και να μην παραπονιόμαστε για τα βέλη κριτικής που εκτοξεύουν εναντίον μας, όταν οι ίδιοι ωθούμε το χέρι να τεντώσει το τόξο.
Ένας μύθος….
Ως θεολόγος έχω βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω περί του «κατηχητικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Μια καραμέλα που αναδεύεται στα χείλη και χοροπηδά στα γραπτά όχι μόνο άσχετων με το μάθημα (…και με την εκπαίδευση συχνά) αλλά και συναδέλφων θεολόγων.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η κατήχηση είναι μια διαδικασία της εκκλησιαστικής ζωής που περιλαμβάνει τη συστηματική ενημέρωση του ανθρώπου σχετικά με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και τη μύησή του στις αλήθειες της πίστης. Για να θεωρείται Χριστιανός οφείλει να αποδεχτεί ελεύθερα και με ειλικρίνεια το σύνολο (και όχι μέρος) της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ως προσωπική του πίστη και ως το νόημα της ζωής του. Αυτή η κατήχηση μάλιστα και η ελεύθερη και πλήρης αποδοχή της είναι προαπαιτούμενα για το Βάπτισμα του ανθρώπου αυτού (σε παλαιότερες εποχές) και για τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Ο κατατοπισμός και η ενημέρωση των μαθητών σχετικά με το Χριστό και την Εκκλησία, οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις που προκύπτουν στο σχολείο προφανώς και δεν έχουν κατηχητικό χαρακτήρα. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να τα εντάξει στη θρησκειολογική διάσταση, στην πολιτισμική διάσταση, στη βιβλική διάσταση και στο γνωστικό περιεχόμενο του μαθήματος. Κατηχητικό χαρακτήρα θα είχαν, εάν υπήρχε η ανάγκη, το προαπαιτούμενο και η - έμμεση ή άμεση - απαίτηση να αποδεχθούν οι μαθητές ως αδιατάρακτη πίστη ό,τι προκύπτει. Χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντιρρήσεις. Και ρωτάω: Αυτή είναι η κατάσταση στα σχολεία; Έτσι κάνουμε το μάθημά μας οι θεολόγοι; Έχει ρωτήσει κανείς από εσάς κάποιον από τους μαθητές του εάν πιστεύει στο Χριστό ή εάν συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ανάλογα με την απάντησή του να τον βαθμολογήσει;
Οι μαθητές – και ειδικά του Λυκείου – δεν έρχονται στο σχολείο για να κατηχηθούν. Ούτε και είναι αυτός ο σκοπός του σχολείου. Στις σχολικές τάξεις συναντάς - κατά πλειοψηφία – μαθητές που είναι είτε μπερδεμένοι πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, είτε αρνητικοί προς τη θρησκεία από πράγματα που ακούνε, βλέπουν και ζούν. Λίγα είναι τα παιδιά που έχουν ξεκάθαρη, νηφάλια και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση του γεγονότος της Εκκλησίας. Τα περισσότερα ταυτίζουν την Εκκλησία με το ιερατείο και θεωρούν το Θεό είτε ως απόμακρη ανωτέρα δύναμη είτε ως φόβητρο είτε ως αναμένοντα την εξαγορά Του. Ανακατεύουν την πίστη με δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θρησκευτικές προκαταλήψεις και θεολογικώς απαράδεκτα στερεότυπα. Όλος αυτός ο ορυμαγδός σε συνδυασμό με την εφηβική αμφισβήτηση, αγανάκτηση και αναζήτηση, καθώς και με τους γενικότερους νεανικούς και ευαίσθητους υπαρξιακούς προβληματισμούς δημιουργούν μία δύσκολη κατάσταση. Όποιος έχει καταφέρει να κάνει κατήχηση να έρθει να μάς το πει κι εμάς να δούμε πώς γίνεται.
Οι μαθητές θέλουν – και συχνά οι αλλόθρησκοι πολύ περισσότερο, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι – να τους πεις πέντε σταράτες κουβέντες για το Χριστό, την Εκκλησία και τη σύγχρονη ζωή. Θέλουν να προβληματιστούν, να συζητήσουν, να διαφωνήσουν, να το ψάξουν. Και θέλουν το θεολόγο τους εκεί. Μαζί τους και ζωντανό. Γνήσιο και αληθινό. Με θέσεις και απόψεις. Πολλές φορές και ως σάκο του μποξ. Κάποιοι θα τον απορρίψουν, κάποιοι θα τον γουστάρουν. Κάποιους θα εμπνεύσει, κάποιους όχι.
Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου