“Μάνα θα πάω από Ναύπακτο”
Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Σπύρου
Εκδότης - Δημοσιογράφος
Έφυγα από το Αγρίνιο για Αθήνα το έτος 1966, και επί 45 χρόνια ανεβοκατεβαίνω Αθήνα-Αγρίνιο-Αθήνα να δω τους δικούς μου, που ζουν στο Αγρίνιο.
Κάποια φορά απ’ τις πολλές τέτοιες μέρες λίγο μετά την 25η Μαρτίου, ίσως λίγο μετά το Πάσχα είχε ένα παλιόκαιρο με βροχές και αέρα που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Σύννεφα και μαυρίλα γύρω τα βουνά και υγρασία ως το κόκκαλο. Έσταζαν νερά τα κεραμίδια, κύλαγαν στις αυλές, βρόνταγαν τα τσίγκια, έβρεχε και στην καρδιά μου που μάζευε σαν στέρνα λίγο πριν φύγω δάκρυα που ξεκίναγαν και κυλούσαν καθώς έμπαινα στην Κλεισούρα στην Αγία-Ελεούσα κι έφευγα για Αθήνα μετά την άδεια αγκαλιά που άφηνα πίσω της μάνας… Πάντα έφτανα γελαστός πάντα έφευγα κλαμμένος… «Πότε θα ξανάρθεις;» μου ‘λεγε ψιθυριστά στο χαιρετισμό… Κοίταζα πίσω κλεφτά κι έλεγα «να ‘ναι η τελευταία φορά;». Σήμερα απ’ το πρωί ετοίμασε τα «καλούδια» της. Σου ‘βαλα και λίγο τραχανά, να βράζεις στα παιδιά. Και τυρί απ’ το «Βασιλείου». Έσφαξε ο πατέρας σου και ένα κόκορα… και απ’ αυτό το κρέας που πήρες, παρ’ το δεν τρώμε εμείς οι γερόντοι πολύ… Μάζεψε και χόρτα ο πατέρας σ’… Άντε μην αργείτε… Έχετε δρόμο… Άκουσα ότι θα κλείσει το φερυμπότ, στο Αντίρριο, έχει αέρα δεν θα περνάει.. Εντάξει ρε μάνα, αμάν, μην αγχώνεσαι… Θα πάω από Ναύπακτο ρε μάνα!
Ναι κάπως έτσι γνώρισα τη Ναύπακτο. Πάντα περαστικός. Χωρίς στάση. Και βιαστικός γιατί είχα δρόμο, είχα στροφές, από Γαλαξείδι, Ιτέα, Δελφούς, Αράχωβα, Λειβαδιά, Αθήνα…
Ήξερα λίγα πράγματα για τη Ναύπακτο, αλλά «απ’ έξω-απ’ έξω».
Λίγα για το λιμάνι, λίγα για τη ναυμαχία της Ναυπάκτου αορίστως, λίγα ότι πέρασαν από ‘κει πολλοί κατακτητές, λίγα απ’ τον Γ. Νόβα, λίγα απ’ τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ που έγραφαν ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ κάτι πιο λίγα όσα άκουγα από μακριά…
Την πραγματική ΝΑΥΠΑΚΤΟ δεν την γνώρισα από κοντά…
Ίσως και αυτή να ΜΗΝ ΕΚΑΝΕ ΚΑΤΙ να με προκαλέσει να την γνωρίσω. Δεν ξέρω. Πιθανόν να έπρεπε να φτιάξει βιβλία, τουριστικούς οδηγούς, ταμπέλες, να βγει να δείξει τα «κάλλη» της, την ιστορία της στα τουριστικά γραφεία και περιοδικά, στις εφημερίδες, εκεί τέλος πάντως στα «στέκια» αυτών που φτιάχνουν τουριστικούς προορισμούς. Δεν ξέρω αν ήταν παράληψη των δημάρχων τους (τι να σου κάνουνε κι αυτοί, εξαρτημένοι κατάντησαν και από άρχοντες πόλεων ζητιάνοι ψήφων και αιτημάτων) ή των εμπόρων της ή των παραγόντων της πόλης… Εγώ έκατσα μια φορά εκεί στο λιμάνι δεξιά κι ήπια ένα καφέ κι έφαγα κι ένα γλυκό. Κοίταξα μήπως δω τη «Ναύπακτο» εκεί στα γαλανά νερά και δεν την είδα. Ίσως να ήταν πάνω στο κάστρο, πίσω απ’ τα τείχη… Ίσως πιο ψηλά στα μοναστήρια.. μπορεί να φοβότανε και τους πειρατές του 16ου αιώνα που σύχναζαν εκεί. Ίσως να τρόμαξε απ’ τους τόσους στρατούς που πέρασαν από εκεί και την κούρσεψαν. Πού να ξαναβγεί έξω; Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Μεσσήνιοι, Αχαιοί, Θηβαίοι, Μακεδόνες, Αιτωλοί, Ρωμαίοι, Βούλγαροι, Νορμανδοί, Βενετοί, Ανδηγανοί Νεάπολης, Ταραντίνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Τούρκοι, Οθωμανοί, Εβραίοι, Γενουάτες, Αυστριακοί, Ισπανοί, Παπικοί, Μαλτέζοι…
Τι να πρωτοκάνει στ’ αλήθεια και μ’ ένα περαστικό που δεν την ήξερε καλά-καλά;
Ψάχνοντας τα λεξικά βρήκα ότι εκεί ήταν τα ναυπηγεία των Δωριέων και ότι εκεί έγινε και η ναυπηγία της «Αργώς» και από εκεί πήρε το όνομα Ναύπακτος, από το Ναύς Πήγνυμι, από τα ναυπηγεία.
Αυτά γράφονται και στο ποίημα «Ναυπάκτια Έπη». Λένε ότι η Ναύπακτος ιδρύθηκε το 1104 π.Χ. με την κάθοδο των Διωριέων…
Άκουσα ακόμα ότι στα νερά της Ναυπάκτου με την αιματηρή ναυμαχία 167 πλοία βυθίστηκαν τούρκικα και 18 χιλιάδες Τούρκοι σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν ενώ απ’ την πλευρά των Χριστιανών 12 πλοία και 7500 άντρες…
Τώρα που έγινε η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου-«Χαρίλαος Τρικούπης» όλο και πιο πολλοί πάνε στη Ναύπακτο… Εκείνες οι εποχές με τα χιλιόμετρα ουρές πριν το Αντίρριο και το βιαστικό πέρασμα άλλαξαν… Άλλαξε και η Ναύπακτος.. Πολλοί τη βρήκαν και την αγάπησαν και τους μάγεψε. Έμειναν εκεί, αγόρασαν σπίτια, έφτιαξαν μαγαζιά, επεκτάθηκε η πόλη, έγινε σιγά-σιγά προορισμός.
Τελευταία φορά κι εγώ φεύγοντας από Αγρίνιο «φορτώθηκα» ευχές και όπως πάντα διάφορα καλούδια… Σου ‘φτιαξα και «μακαρονόπιτα» μου ‘πε η μάνα, για τον Κωστή! Φόρτωσα τ’ αμάξι ήρεμα και χαιρετώντας είπα: «Ωραία, θα φάμε ψωμί και τυρί και πίτα σε μια ωραία βρύση πριν τη Ναύπακτο. Θα πάμε από Μακρυνεία, γέφυρα Ευήνου, Ναύπακτος. Μ’ αρέσουν τα πράσινα λοφάκια, τα όμορφα δάση, τα νερά, και κάποιες τριανταφυλλιές σε σπιτάκια… Μοσχοβολάει η φύση, τα ρείκια, τ’ αγριολούλουδα, η διαδρομή σε μια αγνή περιοχή…
«Μάνα αυτή τη φορά θα πάω στη Ναύπακτο»! Θα χαρούμε λίγο και το βραδάκι θα ξεκινήσουμε για Αθήνα. Δε θα πάμε από Ναύπακτο, θα πάμε στη Ναύπακτο. Και μακάρι να δουν περισσότεροι ότι η λύση της οικονομικής κρίσεως είναι ο καθένας να πάει «στη δική του Ναύπακτο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου