Μπάρμπα θα μι βάλι’ς μέσα-στουν Παναιτωλικό;
Ζούρκας, Δομουζόπουλος, Κασσάρας, Κοσκινάς, Σαμιώτης, Παντούλας, Καραθανάσης, Καρακίτσος, Χ. Παπαϊωάννου (Στραμπούλας), Παγώνης, Μπούτας
Όρθιοι από αριστερά: Ντόκας, Γιαννόπουλος, Μπάθας Δ., Σταρακάς, Καρποδίνης (προπονητής), Δρόσος, Παπαποστόλου, Μήτσου, Μπριάνης, Καλύβας
Καθιστοί: Τσεμπερλής, Κουτσογιάννης, Σταμάτης, Τσαμπάς, Γεντέκης, Τεμεκονίδης(Πηγή: ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ: «Πορεία στο χρόνο 1926-2009» των Γιάννη Μπακέλα-Γιώργου Κουσουνέλλου)
Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Σπύρου,
Εκδότης-Δημοσιογράφος
Από την Δ΄ Δημοτικού ως το τέλος εξατάξιου Γυμνασίου έζησα στο Αγρίνιο, στην Αγία Τριάδα, στα πλατάνια, την «Ντούτσαγα» μεταξύ 3ου Δημοτικού Σχολείου και Γηροκομείου. Στην οδό Αγίας Τριάδος 42, που μετονομάστηκε σε οδό Αγγελοκάστρου και οδό Θυσίας. Έμεινα πρώτα στα Κοτρωτσέϊκα, ιδιοκτησίας κυρά Γιώργαινας Κοτρώτσου που είχε παιδιά τον Νίκο, τον Μήτσο, τον Τάκη, τη Ρίτα, τη Μαρία, την Πούλια. Εκεί έμενε και ο Μιχ. Παντούλας ο κρεοπώλης, παλαιός ένδοξος τερματοφύλακας του Παναιτωλικού (1940). Αργότερα μετακομίσαμε λίγο παραπάνω απέναντι απ’ της Ουρανίας Σ. Κοτρώτσου, μάνας της Μαρίας γυναίκας του Χρ. Ιωαννίδη, μιας γνήσιας Αγρινιώτισσας που πάντα μας καλημέριζε γελαστή… Στο ισόγειο έμεινε ο ποδοσφαιριστής Ανδρέας Γιαννόπουλος που έφυγε πρόωρα. Τις Κυριακές ο Μιχάλης Παντούλας μαζί με τον γιο του τον Τάσο μας έβαζε στο γήπεδο. Μόνο αυτός μπορούσε να βάλει δύο μικρά. Κάθε μεγάλος είχε κι ένα παιδί δωρεάν. Πολλά πιτσιρίκια έπιαναν γύρω τους δρόμους στο γήπεδο και όπου έβλεπαν «μοναχικό» κύριο έτρεχαν λέγοντας «Θα με βάλι’ς μέσα μπάρμπα;». Σε θετική ανταπόκριση το ανήλικο έμπαινε μπροστά απ’ τον «μπάρμπα» και περνάγανε μαζί στον έλεγχο εισιτηρίων… Ήταν μια ιδιόρρυθμη κοινωνική αλληλεγγύη…
Υπήρχαν πολλά παιδιά σ’ αυτήν τη γειτονιά. Σε όλες τις κατηγορίες. Πολλά μικρά, πολλά του Δημοτικού, πολλά του Γυμνασίου και πολλά εργαζόμενα. Ανάλογα ήταν και τα παιγνίδια λόγω ηλικίας. Παίζαμε σε χωράφια και αλάνες γύρω απ’ τα πλατάνια είχε κι ένα πηγάδι στη μέση, εκεί που είναι ένας παιδικός σταθμός ήταν γήπεδα, το ίδιο και πιο κάτω σε κτήρια του Δήμου, εκεί που είναι η Πυροσβεστική, στα λιοστάσια του Γαλανή (γέμισε πολυκατοικίες σήμερα) στον περίβολο της Εκκλησίας Αγίας Τριάδος που ήτανε νεκροταφείο και το ισοπεδώσανε (κλωτσάγαμε για καιρό… κόκκαλα) και μέσα στο Τρίτο Δημοτικό δίπλα από τις Φυλακές μέχρι που μας απαγόρεψε ένας Δ/ντής ο Γιακωβάκης.
Παίζαμε κυρίως ποδόσφαιρο, παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό, παίζαμε «μπαμ», «ένα, δύο, τρία…κακαβάκια», παίζαμε με μπίλιες-βώλους, «φουρνάκι», «λέγκα-λεγκόξυλο», «γουρούνα», «τσιφτινάκι», «μπιζ», «σχοινάκι» οι κοπέλες, «τριώτα», μπάλα με κουρέλια, «φωτιές», τεσσερώτα, εννιάρα, παραμάδι, τραμπάλα, κούνια, πατίνι, λάστιχο, στεφάνι, φίδι-σχοινί… Όλα τα παιγνίδια κρύβουν ιστορίες ατελείωτες και οι αναγνώστες ας στείλουν τις δικές τους αναλύσεις για όλη αυτήν την ποικιλία και άλλους αυτοσχέδιους μηχανισμούς όπως οι «συλλήψεις», «τα παιγνιδάκια του «ΚΛΙΝ», οι συλλογές ποδοσφαιριστών-ηθοποιών, τα «κακαβάκια»-καπάκια των πορτοκαλάδων κ.ά.
Μπάλα κι όλα αυτά τα παιγνίδια τα έπαιξα με πολλά παιδιά που τα θυμάμαι ακόμα αν και σκορπιστήκαμε εδώ κι εκεί. Ένας από αυτά είναι ο Ανδρέας ο Τσώκος, γειτονάκι. Απ’ το Δ’ Δημοτικό θυμάμαι το δάσκαλο Βαζούκη, τον Τσάμη, την Πολυτίμη, τον συμμαθητή μου τον Λεωνίδα τον Βεντουράκη, τον Αντώνη Μυστακίδη, τον Σπύρο Σκαλτσά, τον Φιλιππιάδη.
Στο γυμνάσιο γίναμε πιο κολλητοί φίλοι. Είχαμε τον Ανδρέα Κωστακιώτη, τον Τσάμη, τον Τσιρώνη, την Βαλληδρά, τον Κασσάρα, τον Μαργέλο, την Κουνιαβίτη. Αργότερα τον Κωσταρά, τον Νικολακόπουλο, τον Τριανταφυλλίδη, τον Γιωργοβασίλη, τον Παπαθανασίου, τον Διδασκάλου, τον Σύρο, την Λανάρα. Καλά φιλαράκια ο Νταρίλας, ο Πατσόπουλος, ο Σοχωρίτης, ο Γαλάνης, ο Τσαμπόκας, ο Τσοβόλας, ο Περιβόλας, ο Τυλιγάδας, ο Βίτσας, ο Δρακόπουλος, ο Ζήκος, ο Δημητρέλος, ο Τσάκος, ο Καζαντζής, ο Ροκοπάνος, ο Πάστρας ο Κασσιανός, ο Σκορδόπουλος, ο Στραβοδήμος, ο Γούναρης, ο Τρομάρας, ο Κούτσικος, ο Κακαβούλας, ο Μάλαινος…
Υπήρχαν πολλά παιδιά σ’ αυτήν τη γειτονιά. Σε όλες τις κατηγορίες. Πολλά μικρά, πολλά του Δημοτικού, πολλά του Γυμνασίου και πολλά εργαζόμενα. Ανάλογα ήταν και τα παιγνίδια λόγω ηλικίας. Παίζαμε σε χωράφια και αλάνες γύρω απ’ τα πλατάνια είχε κι ένα πηγάδι στη μέση, εκεί που είναι ένας παιδικός σταθμός ήταν γήπεδα, το ίδιο και πιο κάτω σε κτήρια του Δήμου, εκεί που είναι η Πυροσβεστική, στα λιοστάσια του Γαλανή (γέμισε πολυκατοικίες σήμερα) στον περίβολο της Εκκλησίας Αγίας Τριάδος που ήτανε νεκροταφείο και το ισοπεδώσανε (κλωτσάγαμε για καιρό… κόκκαλα) και μέσα στο Τρίτο Δημοτικό δίπλα από τις Φυλακές μέχρι που μας απαγόρεψε ένας Δ/ντής ο Γιακωβάκης.
Παίζαμε κυρίως ποδόσφαιρο, παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό, παίζαμε «μπαμ», «ένα, δύο, τρία…κακαβάκια», παίζαμε με μπίλιες-βώλους, «φουρνάκι», «λέγκα-λεγκόξυλο», «γουρούνα», «τσιφτινάκι», «μπιζ», «σχοινάκι» οι κοπέλες, «τριώτα», μπάλα με κουρέλια, «φωτιές», τεσσερώτα, εννιάρα, παραμάδι, τραμπάλα, κούνια, πατίνι, λάστιχο, στεφάνι, φίδι-σχοινί… Όλα τα παιγνίδια κρύβουν ιστορίες ατελείωτες και οι αναγνώστες ας στείλουν τις δικές τους αναλύσεις για όλη αυτήν την ποικιλία και άλλους αυτοσχέδιους μηχανισμούς όπως οι «συλλήψεις», «τα παιγνιδάκια του «ΚΛΙΝ», οι συλλογές ποδοσφαιριστών-ηθοποιών, τα «κακαβάκια»-καπάκια των πορτοκαλάδων κ.ά.
Μπάλα κι όλα αυτά τα παιγνίδια τα έπαιξα με πολλά παιδιά που τα θυμάμαι ακόμα αν και σκορπιστήκαμε εδώ κι εκεί. Ένας από αυτά είναι ο Ανδρέας ο Τσώκος, γειτονάκι. Απ’ το Δ’ Δημοτικό θυμάμαι το δάσκαλο Βαζούκη, τον Τσάμη, την Πολυτίμη, τον συμμαθητή μου τον Λεωνίδα τον Βεντουράκη, τον Αντώνη Μυστακίδη, τον Σπύρο Σκαλτσά, τον Φιλιππιάδη.
Στο γυμνάσιο γίναμε πιο κολλητοί φίλοι. Είχαμε τον Ανδρέα Κωστακιώτη, τον Τσάμη, τον Τσιρώνη, την Βαλληδρά, τον Κασσάρα, τον Μαργέλο, την Κουνιαβίτη. Αργότερα τον Κωσταρά, τον Νικολακόπουλο, τον Τριανταφυλλίδη, τον Γιωργοβασίλη, τον Παπαθανασίου, τον Διδασκάλου, τον Σύρο, την Λανάρα. Καλά φιλαράκια ο Νταρίλας, ο Πατσόπουλος, ο Σοχωρίτης, ο Γαλάνης, ο Τσαμπόκας, ο Τσοβόλας, ο Περιβόλας, ο Τυλιγάδας, ο Βίτσας, ο Δρακόπουλος, ο Ζήκος, ο Δημητρέλος, ο Τσάκος, ο Καζαντζής, ο Ροκοπάνος, ο Πάστρας ο Κασσιανός, ο Σκορδόπουλος, ο Στραβοδήμος, ο Γούναρης, ο Τρομάρας, ο Κούτσικος, ο Κακαβούλας, ο Μάλαινος…
Ένα άλλο φαινόμενο ήταν ότι η πλειονότητα αυτών των παιδιών δούλευε σε βοηθητικές δουλειές στα μαγαζιά. Εγώ δούλεψα σε τρία μαγαζιά στην οδό Σταΐκου, πρώτα στο κουρείο του Γάκια Καλύβα, δίπλα στον καφενείο των αδερφών Λέρη και πιο κάτω στα υποδήματα πολυτελείας Γεώργιος Μπίκας που πουλούσε κυρίως παπούτσια ιταλικά Perla και Δ. Σεβαστάκη. Στην Τρίτη Γυμνασίου δούλεψα μαναβάκι στο μαγαζί του Κώστα Τσιρώνη ανάμεσα μπακάλικου του Σοχωρίτη και υαλικών Ασημακόπουλοι. Στην Δ Γυμνασίου δούλεψα βοηθός στο κουρείο Νίκος Βαρεμένος στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Στα δυο τελευταία χρόνια, Ε’ και ΣΤ’ Γυμνασίου δούλεψα στις οικοδομές με τον πατέρα μου μικροεργολάβο και κτίστη κουβαλώντας τενεκέ με τσιμέντο στην πλάτη και εβδομήντα δραχμές μεροκάματο, κουβάλησα τούβλα και έκανα τον βοηθό καλουπατζή καθαρίζοντας τάβλες και πρόκες. Μια φορά κάπου εκεί στα λιοστάσια Γαλανή σε μια αυθαίρετη μονοκατοικία ρίχναμε πλάκα και μας κυνήγησαν χωροφυλάκοι. Πήδηξα από τα πέντε μέτρα και για τρεις μήνες δεν μπορούσα να περπατήσω. Τον πατέρα μου τον έκλεισαν φυλακή.
Όταν η μάνα μου ζήτησε απ’ τον πολιτευτή Κοντογιώργο να πιάσει δουλειά ο αδερφός μου στο αεροδρόμιο σε οικοδομικές δουλειές, της ζήτησε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και εμένα στη Χριστιανική Ένωση Αγρινίου δεν με έκριναν άξιο να με στείλουν σαν καλό παιδί στο οικοτροφείο του Σωτήρα στην Αθήνα όταν έγινα φοιτητής. Ο λόγος ήταν ότι δεν πήγαινα κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια, κάτι που για μένα ήταν αδύνατο αφού «ξεπατωνόμουνα» στις οικοδομές και τα μαγαζιά για δουλειά να βγάλω λεφτά για να συνεχίσω το σχολείο όπου ήμουνα πάντα μεταξύ των πρώτων όπως τουλάχιστον βεβαιώνει και ο Κωσταράς και η Λανάρα. Θεός σχωρέσ’ τον Μπάστα που όχι μόνο με πήρε στο οικοτροφείο μόνος του παρακάμπτοντας το κατεστημένο του Αγρινίου, αλλά μου βρήκε και δουλειά στο Οφθαλμιατρείο Αθηνών όπου έκανα θυρωρός. Ο αδερφός μου ο Μάκης δούλευε στο μαγειρείο Θεοδόση Λαμπρόπουλου και μας έφερνε σε ένα κατσαρολάκι φαγητό.
Ο γιος του ο Γιάννης πρόσφερε πάρα πολλά στον κλάδο ασφαλειών. Σήμερα εργάζεται σε δικό του πρακτορείο…. Όταν ήταν στον Όμιλο ΑΣΠΙΣ ο Δ. Βιδάλης του έκανε τη «ζωή δύσκολη» αλλά με ευγένεια και ευπρέπεια απεχώρησε παρά τις αδικίες του Βιδάλη σε βάρος του, όπως «απ’ έξω-απ’ έξω» έμαθα. Με το Γιάννη παίζαμε και μπάλα εκεί γύρω στα παρκάκια Αγίας Τριάδος. Ο αδερφός μου ο Δημητράκης, που γράφει σήμερα ένα βιβλίο για την τιμωρία των παιδιών και την επίπτωσή της στην ενήλικη ζωή δούλευε κι αυτός στον Μπίκα, πούλησε και καραμέλες στον Μπαριάμη κ. ά. Δίπλα στου Λαμπρόπουλου στην πλατεία Μπέλλου ήταν το Ζαχαροπλαστείο Σιάτρα. Του πατέρα του Πάνου Σιάτρα πρώτου ασφαλιστή επαρχίας της INTERAMERICAN που στο τέλος με κάτι τρισάθλιες συμφωνίες ο Μπίρταχας σαν άνθρωπος της εταιρείας τον «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τον μπέρδεψαν και του «χάλασαν» μια ωραία πορεία... Βοήθησαν ίσως και οι απαιτήσεις του Διευθυντού του τότε… και χάθηκε από την «πιάτσα»… Γενικότερα το Αγρίνιο και η Αιτωλία δεν αναπτύχθηκε ασφαλιστικά αναλόγως ευκαιριών, μεγέθους και δυνατοτήτων που έχει… Ένα μεγάλο καλό σαν πνευματική προσφορά στην Ελλάδα ήταν και η φροντίδα και βοήθεια στο ΝΑΙ του Βαγγέλη Θωμόπουλου να εκδοθεί το βιβλίο ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ το οποίο προμηθεύθηκε όλη η Ελλάδα και μόνο το υπ/μα του Αγρινίου δεν αξιοποίησε…
Ενδιαφέρον είχε ότι ελάχιστα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο, τον εκκλησιασμό, τα κατηχητικά, τις κατασκηνώσεις, τα μπάνια το καλοκαίρι. Τα μπάνια το καλοκαίρι που πηγαίναμε με τρένο στα Σταμνά Μεσολογγίου (χωριό του Νίκου Αλιάγα) ή με πούλμαν εργατικής εστίας στο Μενίδι Αμβρακικού κοντά στην Άρτα. Όλα τα παιδιά ήταν διαρκώς σε δράση μέχρι ένα κρίσιμο σημείο που «έμπαινε» στη ζωή τους η αγάπη, ο έρωτας και ο στρατός… και απότομα άρχιζε η μοναχική ζωή και το χάσιμο από την πιάτσα.
Ο Παναιτωλικός ιδρύθηκε στις 9 Μαρτίου 1926. Επίσημα η ονομασία του ήταν Γυμναστικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Αγρινίου «Παναιτωλικός». Χρώματα φανέλας το κίτρινο και το μπλε. Ο Αρχαίος Αιτωλός αθλητής Τίτορμος ήταν το έμβλημα. Σκοπός: «η ανάπτυξις και έντασις του γυμναστικού και αγωνιστικού φρονήματος, η ηθική επίβλεψις και η μετασχολική εκπαίδευσις των ανηλίκων δια παιδονομίας και εσπερινών ή Κυριακών σχολών». Το πρωτοδικείο Μεσολογγίου ανεγνώρισε τον σύλλογο στις 17 Απριλίου 1926. Τον Δεκέμβριο 1926 όπως γράφει το βιβλίο ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ: «Πορεία στο χρόνο 1926-2009» των Γιάννη Μπακέλα-Γιώργου Κουσουνέλλου, ιδρύθηκε η εσπερινή σχολή για τα εργαζόμενα και άπορα ανήλικα παιδιά της πόλης. Οι αδερφοί Παπαστράτου, Παναγόπουλοι και Παπαπέτρου πλούσιοι καπνέμποροι ήταν μεταξύ των ευεργετών του Παναιτωλικού.
Όταν η μάνα μου ζήτησε απ’ τον πολιτευτή Κοντογιώργο να πιάσει δουλειά ο αδερφός μου στο αεροδρόμιο σε οικοδομικές δουλειές, της ζήτησε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και εμένα στη Χριστιανική Ένωση Αγρινίου δεν με έκριναν άξιο να με στείλουν σαν καλό παιδί στο οικοτροφείο του Σωτήρα στην Αθήνα όταν έγινα φοιτητής. Ο λόγος ήταν ότι δεν πήγαινα κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια, κάτι που για μένα ήταν αδύνατο αφού «ξεπατωνόμουνα» στις οικοδομές και τα μαγαζιά για δουλειά να βγάλω λεφτά για να συνεχίσω το σχολείο όπου ήμουνα πάντα μεταξύ των πρώτων όπως τουλάχιστον βεβαιώνει και ο Κωσταράς και η Λανάρα. Θεός σχωρέσ’ τον Μπάστα που όχι μόνο με πήρε στο οικοτροφείο μόνος του παρακάμπτοντας το κατεστημένο του Αγρινίου, αλλά μου βρήκε και δουλειά στο Οφθαλμιατρείο Αθηνών όπου έκανα θυρωρός. Ο αδερφός μου ο Μάκης δούλευε στο μαγειρείο Θεοδόση Λαμπρόπουλου και μας έφερνε σε ένα κατσαρολάκι φαγητό.
Ο γιος του ο Γιάννης πρόσφερε πάρα πολλά στον κλάδο ασφαλειών. Σήμερα εργάζεται σε δικό του πρακτορείο…. Όταν ήταν στον Όμιλο ΑΣΠΙΣ ο Δ. Βιδάλης του έκανε τη «ζωή δύσκολη» αλλά με ευγένεια και ευπρέπεια απεχώρησε παρά τις αδικίες του Βιδάλη σε βάρος του, όπως «απ’ έξω-απ’ έξω» έμαθα. Με το Γιάννη παίζαμε και μπάλα εκεί γύρω στα παρκάκια Αγίας Τριάδος. Ο αδερφός μου ο Δημητράκης, που γράφει σήμερα ένα βιβλίο για την τιμωρία των παιδιών και την επίπτωσή της στην ενήλικη ζωή δούλευε κι αυτός στον Μπίκα, πούλησε και καραμέλες στον Μπαριάμη κ. ά. Δίπλα στου Λαμπρόπουλου στην πλατεία Μπέλλου ήταν το Ζαχαροπλαστείο Σιάτρα. Του πατέρα του Πάνου Σιάτρα πρώτου ασφαλιστή επαρχίας της INTERAMERICAN που στο τέλος με κάτι τρισάθλιες συμφωνίες ο Μπίρταχας σαν άνθρωπος της εταιρείας τον «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τον μπέρδεψαν και του «χάλασαν» μια ωραία πορεία... Βοήθησαν ίσως και οι απαιτήσεις του Διευθυντού του τότε… και χάθηκε από την «πιάτσα»… Γενικότερα το Αγρίνιο και η Αιτωλία δεν αναπτύχθηκε ασφαλιστικά αναλόγως ευκαιριών, μεγέθους και δυνατοτήτων που έχει… Ένα μεγάλο καλό σαν πνευματική προσφορά στην Ελλάδα ήταν και η φροντίδα και βοήθεια στο ΝΑΙ του Βαγγέλη Θωμόπουλου να εκδοθεί το βιβλίο ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ το οποίο προμηθεύθηκε όλη η Ελλάδα και μόνο το υπ/μα του Αγρινίου δεν αξιοποίησε…
Ενδιαφέρον είχε ότι ελάχιστα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο, τον εκκλησιασμό, τα κατηχητικά, τις κατασκηνώσεις, τα μπάνια το καλοκαίρι. Τα μπάνια το καλοκαίρι που πηγαίναμε με τρένο στα Σταμνά Μεσολογγίου (χωριό του Νίκου Αλιάγα) ή με πούλμαν εργατικής εστίας στο Μενίδι Αμβρακικού κοντά στην Άρτα. Όλα τα παιδιά ήταν διαρκώς σε δράση μέχρι ένα κρίσιμο σημείο που «έμπαινε» στη ζωή τους η αγάπη, ο έρωτας και ο στρατός… και απότομα άρχιζε η μοναχική ζωή και το χάσιμο από την πιάτσα.
Ένα άλλο φαινόμενο ήταν ότι η πλειονότητα αυτών των παιδιών δούλευε σε βοηθητικές δουλειές στα μαγαζιά. Εγώ δούλεψα σε τρία μαγαζιά στην οδό Σταΐκου, πρώτα στο κουρείο του Γάκια Καλύβα, δίπλα στον καφενείο των αδερφών Λέρη και πιο κάτω στα υποδήματα πολυτελείας Γεώργιος Μπίκας που πουλούσε κυρίως παπούτσια ιταλικά Perla και Δ. Σεβαστάκη. Στην Τρίτη Γυμνασίου δούλεψα μαναβάκι στο μαγαζί του Κώστα Τσιρώνη ανάμεσα μπακάλικου του Σοχωρίτη και υαλικών Ασημακόπουλοι. Στην Δ Γυμνασίου δούλεψα βοηθός στο κουρείο Νίκος Βαρεμένος στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Στα δυο τελευταία χρόνια, Ε’ και ΣΤ’ Γυμνασίου δούλεψα στις οικοδομές με τον πατέρα μου μικροεργολάβο και κτίστη κουβαλώντας τενεκέ με τσιμέντο στην πλάτη και εβδομήντα δραχμές μεροκάματο, κουβάλησα τούβλα και έκανα τον βοηθό καλουπατζή καθαρίζοντας τάβλες και πρόκες. Μια φορά κάπου εκεί στα λιοστάσια Γαλανή σε μια αυθαίρετη μονοκατοικία ρίχναμε πλάκα και μας κυνήγησαν χωροφυλάκοι. Πήδηξα από τα πέντε μέτρα και για τρεις μήνες δεν μπορούσα να περπατήσω. Τον πατέρα μου τον έκλεισαν φυλακή.
Όταν η μάνα μου ζήτησε απ’ τον πολιτευτή Κοντογιώργο να πιάσει δουλειά ο αδερφός μου στο αεροδρόμιο σε οικοδομικές δουλειές, της ζήτησε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και εμένα στη Χριστιανική Ένωση Αγρινίου δεν με έκριναν άξιο να με στείλουν σαν καλό παιδί στο οικοτροφείο του Σωτήρα στην Αθήνα όταν έγινα φοιτητής. Ο λόγος ήταν ότι δεν πήγαινα κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια, κάτι που για μένα ήταν αδύνατο αφού «ξεπατωνόμουνα» στις οικοδομές και τα μαγαζιά για δουλειά να βγάλω λεφτά για να συνεχίσω το σχολείο όπου ήμουνα πάντα μεταξύ των πρώτων όπως τουλάχιστον βεβαιώνει και ο Κωσταράς και η Λανάρα. Θεός σχωρέσ’ τον Μπάστα που όχι μόνο με πήρε στο οικοτροφείο μόνος του παρακάμπτοντας το κατεστημένο του Αγρινίου, αλλά μου βρήκε και δουλειά στο Οφθαλμιατρείο Αθηνών όπου έκανα θυρωρός. Ο αδερφός μου ο Μάκης δούλευε στο μαγειρείο Θεοδόση Λαμπρόπουλου και μας έφερνε σε ένα κατσαρολάκι φαγητό.
Ο γιος του ο Γιάννης πρόσφερε πάρα πολλά στον κλάδο ασφαλειών. Σήμερα εργάζεται σε δικό του πρακτορείο…. Όταν ήταν στον Όμιλο ΑΣΠΙΣ ο Δ. Βιδάλης του έκανε τη «ζωή δύσκολη» αλλά με ευγένεια και ευπρέπεια απεχώρησε παρά τις αδικίες του Βιδάλη σε βάρος του, όπως «απ’ έξω-απ’ έξω» έμαθα. Με το Γιάννη παίζαμε και μπάλα εκεί γύρω στα παρκάκια Αγίας Τριάδος. Ο αδερφός μου ο Δημητράκης, που γράφει σήμερα ένα βιβλίο για την τιμωρία των παιδιών και την επίπτωσή της στην ενήλικη ζωή δούλευε κι αυτός στον Μπίκα, πούλησε και καραμέλες στον Μπαριάμη κ. ά. Δίπλα στου Λαμπρόπουλου στην πλατεία Μπέλλου ήταν το Ζαχαροπλαστείο Σιάτρα. Του πατέρα του Πάνου Σιάτρα πρώτου ασφαλιστή επαρχίας της INTERAMERICAN που στο τέλος με κάτι τρισάθλιες συμφωνίες ο Μπίρταχας σαν άνθρωπος της εταιρείας τον «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τον μπέρδεψαν και του «χάλασαν» μια ωραία πορεία... Βοήθησαν ίσως και οι απαιτήσεις του Διευθυντού του τότε… και χάθηκε από την «πιάτσα»… Γενικότερα το Αγρίνιο και η Αιτωλία δεν αναπτύχθηκε ασφαλιστικά αναλόγως ευκαιριών, μεγέθους και δυνατοτήτων που έχει… Ένα μεγάλο καλό σαν πνευματική προσφορά στην Ελλάδα ήταν και η φροντίδα και βοήθεια στο ΝΑΙ του Βαγγέλη Θωμόπουλου να εκδοθεί το βιβλίο ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ το οποίο προμηθεύθηκε όλη η Ελλάδα και μόνο το υπ/μα του Αγρινίου δεν αξιοποίησε…
Ενδιαφέρον είχε ότι ελάχιστα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο, τον εκκλησιασμό, τα κατηχητικά, τις κατασκηνώσεις, τα μπάνια το καλοκαίρι. Τα μπάνια το καλοκαίρι που πηγαίναμε με τρένο στα Σταμνά Μεσολογγίου (χωριό του Νίκου Αλιάγα) ή με πούλμαν εργατικής εστίας στο Μενίδι Αμβρακικού κοντά στην Άρτα. Όλα τα παιδιά ήταν διαρκώς σε δράση μέχρι ένα κρίσιμο σημείο που «έμπαινε» στη ζωή τους η αγάπη, ο έρωτας και ο στρατός… και απότομα άρχιζε η μοναχική ζωή και το χάσιμο από την πιάτσα…
Την Κυριακή μετά την Εκκλησία σ’ όλες τις αλάνες τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Το απόγευμα ήταν ο Παναιτωλικός το γεγονός που επεσκίαζε όλα τα άλλα. Το μεσημέρι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα «σου ‘σπαγαν τη μύτη» τα πεντανόστιμα φαγητά που ‘φτιαχναν οι μάνες κυρίως μακαρόνια με κρέας και κανέλα, αρνάκι με πατάτες που τα έστελναν έξω στο φούρνο για ψήσιμο και τα πέρναγαν στα δρομάκια σκεπασμένα με λαδόκολλα. Απ’ τα ράδια ακούγονταν τραγούδια με Καζαντζίδη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Αγγελόπουλο, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Μαίρη Λίντα-Χιώτη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι. Και αφιερώσεις στον ραδιοφωνικό σταθμό Ί.Π. Μεσολογγίου ή στον σταθμό Αμαλιάδος ή Ενόπλων Δυνάμεων…
Ο Τάδε που αναχωρεί για Γερμανία στους συγγενείς του που ζουν στα Βραχνέϊκα ή στην Κουνουπίνα Ξηρομέρου ή στην Αμφιλοχία ή στην Κατοχή Μεσολογγίου… Ο Παντελής που υπηρετεί στην Καλαμάτα ή ο Αποστόλης που παρουσιάζεται στην Κόρινθο… Το ίδιο τραγούδι ζήτησαν και οι γονείς του Βασίλη Παπαδάτου που ζει στο Μόναχο με ευχές γρήγορα να γυρίσει. Επίσης ο Κώστας Καλύβας από τη Λυσιμαχία για τον αδελφό του Θωμά που εργάζεται στο Σβάινφουρτ Φραγκφούρτης και τον παρακαλεί να του γράψει…
Μετά το φαγητό ξεκίναγαν για το γήπεδο… Μόνο άντρες και παιδιά… Όσοι δεν πήγαιναν στο γήπεδο άκουγαν ποδόσφαιρο, αναμετάδοση. Κάποιοι πήγαιναν σε ομιλίες του Βενέδικτου ή του Φεφέ στον Σωτήρα ή την Ζωή. Κάποιοι μαζεύονταν σε κάποια καφενεία ή στο περίπτερο Τάκη Παπαχρήστου στην πλατεία Μπέλλου (Δημοκρατίας). Ο Κώστας Κουφιόπουλος είχε ένα καφενεδάκι εκεί στην Ντούτσαγα στα πλατάνια και έβαζε το ράδιο δυνατά για να ακούνε όλοι, ακόμα και αυτοί που έπαιζαν γύρω στα πλατάνια, στο πηγάδι ή στην αλάνα. Αξέχαστη εμπειρία ως σήμερα η αναμετάδοση του αγώνα ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ-ΣΑΝΤΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ… Στην πλατεία, στο περίπτερο Παπαχρήστου μαζευόμασταν όλοι γύρω-γύρω και φυσικά ΟΡΘΙΟΙ σ’ όλο τον αγώνα. Ο αδερφός μου ο Πάνος έκλαιγε όταν νίκησε ο Ολυμπιακός. Εκεί στον Τάκη Παπαχρήστο μαθαίναμε τα πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο και τα αποτελέσματα ΠΡΟ-ΠΟ και νέα στην διάρκεια των αγώνων εκτός έδρας του Παναιτωλικού.
Όταν η μάνα μου ζήτησε απ’ τον πολιτευτή Κοντογιώργο να πιάσει δουλειά ο αδερφός μου στο αεροδρόμιο σε οικοδομικές δουλειές, της ζήτησε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και εμένα στη Χριστιανική Ένωση Αγρινίου δεν με έκριναν άξιο να με στείλουν σαν καλό παιδί στο οικοτροφείο του Σωτήρα στην Αθήνα όταν έγινα φοιτητής. Ο λόγος ήταν ότι δεν πήγαινα κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια, κάτι που για μένα ήταν αδύνατο αφού «ξεπατωνόμουνα» στις οικοδομές και τα μαγαζιά για δουλειά να βγάλω λεφτά για να συνεχίσω το σχολείο όπου ήμουνα πάντα μεταξύ των πρώτων όπως τουλάχιστον βεβαιώνει και ο Κωσταράς και η Λανάρα. Θεός σχωρέσ’ τον Μπάστα που όχι μόνο με πήρε στο οικοτροφείο μόνος του παρακάμπτοντας το κατεστημένο του Αγρινίου, αλλά μου βρήκε και δουλειά στο Οφθαλμιατρείο Αθηνών όπου έκανα θυρωρός. Ο αδερφός μου ο Μάκης δούλευε στο μαγειρείο Θεοδόση Λαμπρόπουλου και μας έφερνε σε ένα κατσαρολάκι φαγητό.
Ο γιος του ο Γιάννης πρόσφερε πάρα πολλά στον κλάδο ασφαλειών. Σήμερα εργάζεται σε δικό του πρακτορείο…. Όταν ήταν στον Όμιλο ΑΣΠΙΣ ο Δ. Βιδάλης του έκανε τη «ζωή δύσκολη» αλλά με ευγένεια και ευπρέπεια απεχώρησε παρά τις αδικίες του Βιδάλη σε βάρος του, όπως «απ’ έξω-απ’ έξω» έμαθα. Με το Γιάννη παίζαμε και μπάλα εκεί γύρω στα παρκάκια Αγίας Τριάδος. Ο αδερφός μου ο Δημητράκης, που γράφει σήμερα ένα βιβλίο για την τιμωρία των παιδιών και την επίπτωσή της στην ενήλικη ζωή δούλευε κι αυτός στον Μπίκα, πούλησε και καραμέλες στον Μπαριάμη κ. ά. Δίπλα στου Λαμπρόπουλου στην πλατεία Μπέλλου ήταν το Ζαχαροπλαστείο Σιάτρα. Του πατέρα του Πάνου Σιάτρα πρώτου ασφαλιστή επαρχίας της INTERAMERICAN που στο τέλος με κάτι τρισάθλιες συμφωνίες ο Μπίρταχας σαν άνθρωπος της εταιρείας τον «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τον μπέρδεψαν και του «χάλασαν» μια ωραία πορεία... Βοήθησαν ίσως και οι απαιτήσεις του Διευθυντού του τότε… και χάθηκε από την «πιάτσα»… Γενικότερα το Αγρίνιο και η Αιτωλία δεν αναπτύχθηκε ασφαλιστικά αναλόγως ευκαιριών, μεγέθους και δυνατοτήτων που έχει… Ένα μεγάλο καλό σαν πνευματική προσφορά στην Ελλάδα ήταν και η φροντίδα και βοήθεια στο ΝΑΙ του Βαγγέλη Θωμόπουλου να εκδοθεί το βιβλίο ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ το οποίο προμηθεύθηκε όλη η Ελλάδα και μόνο το υπ/μα του Αγρινίου δεν αξιοποίησε…
Ενδιαφέρον είχε ότι ελάχιστα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο, τον εκκλησιασμό, τα κατηχητικά, τις κατασκηνώσεις, τα μπάνια το καλοκαίρι. Τα μπάνια το καλοκαίρι που πηγαίναμε με τρένο στα Σταμνά Μεσολογγίου (χωριό του Νίκου Αλιάγα) ή με πούλμαν εργατικής εστίας στο Μενίδι Αμβρακικού κοντά στην Άρτα. Όλα τα παιδιά ήταν διαρκώς σε δράση μέχρι ένα κρίσιμο σημείο που «έμπαινε» στη ζωή τους η αγάπη, ο έρωτας και ο στρατός… και απότομα άρχιζε η μοναχική ζωή και το χάσιμο από την πιάτσα…
Την Κυριακή μετά την Εκκλησία σ’ όλες τις αλάνες τα παιδιά έπαιζαν μπάλα. Το απόγευμα ήταν ο Παναιτωλικός το γεγονός που επεσκίαζε όλα τα άλλα. Το μεσημέρι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα «σου ‘σπαγαν τη μύτη» τα πεντανόστιμα φαγητά που ‘φτιαχναν οι μάνες κυρίως μακαρόνια με κρέας και κανέλα, αρνάκι με πατάτες που τα έστελναν έξω στο φούρνο για ψήσιμο και τα πέρναγαν στα δρομάκια σκεπασμένα με λαδόκολλα. Απ’ τα ράδια ακούγονταν τραγούδια με Καζαντζίδη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Αγγελόπουλο, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Μαίρη Λίντα-Χιώτη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι. Και αφιερώσεις στον ραδιοφωνικό σταθμό Ί.Π. Μεσολογγίου ή στον σταθμό Αμαλιάδος ή Ενόπλων Δυνάμεων…
Ο Τάδε που αναχωρεί για Γερμανία στους συγγενείς του που ζουν στα Βραχνέϊκα ή στην Κουνουπίνα Ξηρομέρου ή στην Αμφιλοχία ή στην Κατοχή Μεσολογγίου… Ο Παντελής που υπηρετεί στην Καλαμάτα ή ο Αποστόλης που παρουσιάζεται στην Κόρινθο… Το ίδιο τραγούδι ζήτησαν και οι γονείς του Βασίλη Παπαδάτου που ζει στο Μόναχο με ευχές γρήγορα να γυρίσει. Επίσης ο Κώστας Καλύβας από τη Λυσιμαχία για τον αδελφό του Θωμά που εργάζεται στο Σβάινφουρτ Φραγκφούρτης και τον παρακαλεί να του γράψει…
Μετά το φαγητό ξεκίναγαν για το γήπεδο… Μόνο άντρες και παιδιά… Όσοι δεν πήγαιναν στο γήπεδο άκουγαν ποδόσφαιρο, αναμετάδοση. Κάποιοι πήγαιναν σε ομιλίες του Βενέδικτου ή του Φεφέ στον Σωτήρα ή την Ζωή. Κάποιοι μαζεύονταν σε κάποια καφενεία ή στο περίπτερο Τάκη Παπαχρήστου στην πλατεία Μπέλλου (Δημοκρατίας). Ο Κώστας Κουφιόπουλος είχε ένα καφενεδάκι εκεί στην Ντούτσαγα στα πλατάνια και έβαζε το ράδιο δυνατά για να ακούνε όλοι, ακόμα και αυτοί που έπαιζαν γύρω στα πλατάνια, στο πηγάδι ή στην αλάνα. Αξέχαστη εμπειρία ως σήμερα η αναμετάδοση του αγώνα ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ-ΣΑΝΤΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ… Στην πλατεία, στο περίπτερο Παπαχρήστου μαζευόμασταν όλοι γύρω-γύρω και φυσικά ΟΡΘΙΟΙ σ’ όλο τον αγώνα. Ο αδερφός μου ο Πάνος έκλαιγε όταν νίκησε ο Ολυμπιακός. Εκεί στον Τάκη Παπαχρήστο μαθαίναμε τα πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο και τα αποτελέσματα ΠΡΟ-ΠΟ και νέα στην διάρκεια των αγώνων εκτός έδρας του Παναιτωλικού.
Ο Παναιτωλικός ιδρύθηκε στις 9 Μαρτίου 1926. Επίσημα η ονομασία του ήταν Γυμναστικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Αγρινίου «Παναιτωλικός». Χρώματα φανέλας το κίτρινο και το μπλε. Ο Αρχαίος Αιτωλός αθλητής Τίτορμος ήταν το έμβλημα. Σκοπός: «η ανάπτυξις και έντασις του γυμναστικού και αγωνιστικού φρονήματος, η ηθική επίβλεψις και η μετασχολική εκπαίδευσις των ανηλίκων δια παιδονομίας και εσπερινών ή Κυριακών σχολών». Το πρωτοδικείο Μεσολογγίου ανεγνώρισε τον σύλλογο στις 17 Απριλίου 1926. Τον Δεκέμβριο 1926 όπως γράφει το βιβλίο ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ: «Πορεία στο χρόνο 1926-2009» των Γιάννη Μπακέλα-Γιώργου Κουσουνέλλου, ιδρύθηκε η εσπερινή σχολή για τα εργαζόμενα και άπορα ανήλικα παιδιά της πόλης. Οι αδερφοί Παπαστράτου, Παναγόπουλοι και Παπαπέτρου πλούσιοι καπνέμποροι ήταν μεταξύ των ευεργετών του Παναιτωλικού.
Ο πρώτος αγώνας έγινε το 1930 στα Γιάννενα με νικητή τον Παναιτωλικό 2-1 εναντίον του Πύρρου.
Οι ομάδες που ανταγωνίζονταν ήταν ομάδες Πελοποννήσου-Πατρών και Ηπείρου. Ιστορικές και πάντα φανατικές ήταν οι αναμετρήσεις με Παναχαϊκή Πατρών, Παναιγιάλειο, Αναγέννηση Άρτας και Μεσολόγγι.
Εκεί στα χρόνια 1958-1966 μετείχα σ’ όλα αυτά τα πανηγύρια και τις πίκρες της ομάδος. Ήμουν και στον περίφημο αγώνα με τον Ολυμπιακό Χαλκίδος και μάθαινα πάντα και τα παρατράγουδα που κυνήγαγαν τους διαιτητές ως το Αντίρριο, που δάγκωναν αυτιά, που ξήλωναν το γήπεδο, που έσβηναν τα φώτα, που……θυμάμαι ακόμα τη φωνή του μπάρμπα-Χρόνη στο ημίχρονο να φωνάζει πουλώντας στραγάλια, πασατέμπο και φυστίκια: «Πασατέμπος παιδιά! Πάρτε διαόλοι βάϊα!». «Για σεφτέ κανένας»!
Φτώχεια και κακομοιριά, λίγοι αγόραζαν. Αντηχούν ακόμα και οι φωνές των φιλάθλων. «Κουφάλα διαιτητή!». «Της μάνας σου, της αδερφής σου παλιοκαριόλη»! «Ρε μαλάκα, τι σφυρίζεις, που να σου σφυρίζουνε στ’ αυτί». «Ρεεεεεεεεεεεεε!......».
Ιστορίες για αγρίους στα γήπεδα Πάτρας, Άρτας, Μεσολογγίου. Είχα τη χαρά να γνωρίσω το παίξιμο μεγάλων παικτών όπως του Γάλλου (Παπαδόπουλου) που για λίγο έπαιξε σε φιλικά του Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού που τον ήθελαν για μεταγραφή αλλά δεν άφηναν οι Αγρινιώτες, του Τάκη Μπάθα, του Κουτσογιάννη, του Ανδρέα Γιαννόπουλου, του Δούκα, του Δρόσου, του Μπαρχαμπά, του Μήτσου, του Τεμεκονίδη, του Καλύβα, του Τζάνη, του Νικολάου, του Λαλάκη Ντόκα, του Σταρακά, του Παπαποστόλου, του Σταμούλη, του Ταλαμάγκα, του Καμποσιώρα, του Ζαρκαβέλη, του Ρόκου, του Τσακούμη, του Γκίκα. Στον Παναιτωλικό έπαιξε και ο Κώστας Σταμούλης που πέθανε πρόωρα και όλοι τον θυμούνται απ’ τη θητεία του στην Εθνική Τράπεζα, την Εθνική Ασφαλιστική και την Τράπεζα Αττικής. Στον ασφαλιστικό κλάδο πρόσφεραν πολλοί Αγρινιώτες. Ανάμεσά τους και οι συμμαθητές μου ο Ζήκος Παπαευαγγελίου ένας πρόσχαρος και τίμιος άνθρωπος με Ηπειρώτικη καταγωγή, ο Ανδρέας Τσώκος στη Νομική υπηρεσία, ο Χατζής.
Γνώρισα και τον προπονητή Καρποδίνη (1962-64) που ένα διάστημα έμεινε εκεί στο Γ’ Σχολείο που είναι η Πυροσβεστική σήμερα. Ερχότανε και μας έβλεπε από τα κάγκελα όταν παίζαμε μέσα στο Γ’ Δημοτικό ή στην αλάνα που είναι η Πυροσβεστική. Εγώ ήθελα «να κάνω τον Δομάζο» το Νο 10, έβγαζα γκολ συχνά και γενικά μάλλον έπαιζα καλά. «Έλα στο γήπεδο στην προπόνηση» είπε ένα απόγευμα σε μένα που φόραγα ένα άσπρο-μακό φανελάκι… «Παίζει καλή μπάλα ο μικρός» είπε σε κάποιους θεατές των πιτσιρικάδων… Φυσικά ούτε κουβέντα στο σπίτι που η μάνα ήθελε να μάθω γράμματα και όχι «αλητεία»… Έτσι ήταν τότε…
Κάπου εκεί στο 1963-4 μετά από υπερπροσπάθεια να νικήσουμε τα παιδιά της Αγίας Τριάδος σ’ ένα γήπεδο στον Άγιο Χριστόφορο, ίδρωσα πολύ και μετά στον αέρα κρύωσα και έπαθα πλευρίτιδα. Με έτρεξε η μάνα στους γιατρούς, έκανα ακτινογραφίες στην Κλινική Μίκροβα και ένας ακτινολόγος Ευάγγελος Παπαστεργίου (;) έδωσε εντολή να τρώω κρέας λίγο ψημένο με αίμα κάθε μέρα, πολύ γάλα και φρούτα. Και ενέσεις. Μια γειτόνισσα η Βούλα Λαζούρα και η γυναίκα του Κώστα Ζαχείλα η Κωνσταντούλα μου ‘καναν πάνω από 60 ενέσεις. Και ξάπλα και βήχας αρκετό καιρό. Ένας γείτονας ο Τάκης Χουλιάρας αρραβωνιαστικός της Λόλας Γελαδέρη, Θεός σχωρέσ’ τον, σκοτώθηκε στο Φράγμα των Κρεμαστών πριν παντρευτεί, έδινε στη μάνα μου πενήντα δραχμές κάθε φορά που ερχόταν από τα Κρεμαστά να αγοράσουμε βερύκοκα και φρούτα. Όταν έγινα καλά, ο Μίκροβας ο γιατρός με φίλησε σε ένδειξη ότι δεν έχω τίποτα για να χαρούν οι δικοί μου και επειδή η μοίρα είναι περίεργη, ο πατέρας αυτού του γιατρού έμενε στο σπίτι της αδερφής του πατέρα μου Αγγέλως Περικλή Ντιβέρη στο Κορφοβούνι Άρτας όπου γίνονταν οι σκληρές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ Ζέρβα και Άρη Βελουχιώτη. Η ίδια η θεία Αγγέλω μου διηγήθηκε για την τρομάρα που ένιωθε όταν οι Ζερβικοί σύντροφοι του Μίκροβα πατέρα περνούσαν με κεφάλια ανταρτών στους τροβάδες αλλά αυτά είχε η κατάρα του πολέμου. Σώθηκα τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι τον αντίλαλο που έψελναν τα παιδιά στο Γ’ Σχολείο το
«Χριστός Ανέστη, Χαρά μεγάλη
λευκά φορέσατε τρανή γιορτή
λευκή η ψυχή μας σαν ήλιος προβάλλει
κρίνος ολόλευκος τώρα κι αυτή…».
Άκουγα και το:
«Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι
προσκυνήσουμε Άγιο Κύριο τον
μόνο αναμάρτητο…»
Μέσα η ψυχή μου δαγκωνότανε στην μελαγχολία του κρεβατιού του αρρώστου… Τότε τα παιδιά συμμετείχαν στα παιγνίδια και στα κατηχητικά απ’ τα οποία ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΔΙ δεν έχασε σαν απόθεμα φιλοσοφίας για τη Ζωή. Η κατάθεση εκείνου του χρόνου μας της παιδικής ζωής έδωσε σημαντικούς «τόκους προσφοράς» στην Ελληνική κοινωνία… Κοιτάζω σήμερα τους συμμαθητές μου και ναι, μπορώ να πω ότι «τα παιδιά του Κατηχητικού», «αλατίζουν» την «άνοστη» ζωή μας με κάτι παραπάνω από την καθημερινότητα.
Άκουγα και το «Συ που κόσμους κυβερνάς». Και μου ‘μεινε και μια θλίψη και μελαγχολία κάθε ηλιοβασίλεμα που μου θυμίζει μέρες στο κρεβάτι ανοιξιάτικες όταν των παιδιών οι φωνές ακούγονταν χαρούμενες έξω στις αλάνες… Ίσως να ήταν που έβλεπα και τη μάνα μου να δουλεύει στα καπνοχώραφα να βρει λεφτά για κρέας…
Ο προπονητής Καρποδίνης έβγαζε πολλά «φυντάνια» και ταλέντα που για χρόνια έπαιξαν στον Παναιτωλικό και που το 1962 ανέβηκε στην Β’ Εθνική γράφοντας ιστορία. Σ’ ένα ματς με τον Πανιώνιο απήλαυσα και το παίξιμο του Θανάση Σαραβάκου, πατέρα του Δημήτρη Σαραβάκου (τον οποίο ασφάλισα όταν ήμουν ασφαλιστής-Διευθυντής Υποκαταστήματος για λογαριασμό του Τηλέμαχου Καραγιάννη).
Ο Παναιτωλικός τροφοδότησε αρκετές μεγάλες ομάδες με παίκτες του όπως ο Αποστολάκης, ο Βασιλείου, ο Δημόπουλος, ο Παπαδόπουλος, ο Μήτσου, ο Μίχος, ο Ράπτης, ο Μπαρχαμπάς, ο Τσάμης… Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης δυο παίκτες του εκτελέστηκαν από τους κατακτητές. Πριν τον πόλεμο η ομάδα είχε φτάσει στον τελικό πρωταθλήματος Πατρών. Ανάμεσα στους παίκτες της ομάδος 1940 ήταν και ο Μιχάλης Παντούλας, τερματοφύλακας, που παντρεύτηκε την Μαρία Κοτρώτσου στα φτωχόσπιτα της οποίας νοικιάσαμε και μέναμε τα πρώτα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσής μας από Άρτα στο Αγρίνιο. Εφτά άτομα σ’ ένα δωματιάκι χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς ψυγείο, χωρίς νερό, χωρίς τουαλέτα… Όλα αυτά ήταν κοινά, έξω, μοιρασμένα με άλλες 12 οικογένειες ανάμεσά τους και η Χρυσάνθη Τσαμπούλα που είχε τρία παιδιά τον Πάνο, τον Κώστα και τη Σταυρούλα που μετακόμισαν στην Αθήνα και δούλευε στο Καπνεργοστάσιο 22, όμορφη γυναίκα, εργατική, πονόψυχη και με καρδιά διαμάντι. Όταν ήρθα στην Αθήνα και αφού δεν είχα πού να μείνω με φιλοξένησε σπίτι της στο Παγκράτι, οδός Αρύτης «επειδή η μάνα σου ήταν πολύ καλή», μου είπε, «θα μείνεις σπίτι μου μέχρι να βρεις δουλειά και δωμάτιο. Αν έχει το ψυγείο φαΐ θα τρως μαζί με τα παιδιά μου. Αν δεν έχει δε θα μιλάς» μου είπε. Μαζί με τη Χρυσάνθη, την Παρασκευή το βράδυ που γκρέμιζε το τανκ την πόρτα του Πολυτεχνείου ήμασταν εκεί φωνάζοντας συνθήματα μαζί με το πλήθος. Της χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη και την συγχαίρω που όταν αρρώστησε ο άντρας της και έμενε μόνη, τα έβγαλε πέρα μεγαλώνοντας τα παιδιά της χωρίς να τους λείψει τίποτα.
Αυτός ο κ. Μιχάλης Παντούλας, εκεί στα Κοτρωτσέϊκα στη φτωχογειτονιά που άνθιζαν γαρυφαλλιές στα χαμηλά παραθυράκια και τα στήθη των μικρών παιδιών ήταν φουσκωμένα με πόθους και όνειρα, ο πρώην τερματοφύλακας του Παναιτωλικού, ένας καλοσυνάτος κύριος, με άφηνε να κάνω ποδήλατο τα μεσημέρια που ερχόταν να ξεκουραστεί απ’ το μαγαζί-κρεοπωλείο. Μας χαμογελούσε και μας έπαιρνε «μέσα στο γήπεδο»… Όταν έλλειπε στην Αθήνα, στα νοσοκομεία με προβλήματα και εγχειρήσεις στομάχου τότε έβγαινα κι εγώ νωρίς100 μέτρα πριν το γήπεδο και παρακαλούσα όπως όλα τα παιδιά: «Μπάρμπα θα με βάλι’ς μέσα;…..». Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο προσεύχομαι στο Θεό που αναστήθηκε να μου κάνει μια χάρη: «Χριστέ μου, θα βαλι’ς μέσα στον Παράδεισό σου τον Κυρ Μιχάλη, με την ευκαιρία που συμπλήρωσε 85 χρόνια ζωής ο Παναιτωλικός;».
Οι ομάδες που ανταγωνίζονταν ήταν ομάδες Πελοποννήσου-Πατρών και Ηπείρου. Ιστορικές και πάντα φανατικές ήταν οι αναμετρήσεις με Παναχαϊκή Πατρών, Παναιγιάλειο, Αναγέννηση Άρτας και Μεσολόγγι.
Εκεί στα χρόνια 1958-1966 μετείχα σ’ όλα αυτά τα πανηγύρια και τις πίκρες της ομάδος. Ήμουν και στον περίφημο αγώνα με τον Ολυμπιακό Χαλκίδος και μάθαινα πάντα και τα παρατράγουδα που κυνήγαγαν τους διαιτητές ως το Αντίρριο, που δάγκωναν αυτιά, που ξήλωναν το γήπεδο, που έσβηναν τα φώτα, που……θυμάμαι ακόμα τη φωνή του μπάρμπα-Χρόνη στο ημίχρονο να φωνάζει πουλώντας στραγάλια, πασατέμπο και φυστίκια: «Πασατέμπος παιδιά! Πάρτε διαόλοι βάϊα!». «Για σεφτέ κανένας»!
Φτώχεια και κακομοιριά, λίγοι αγόραζαν. Αντηχούν ακόμα και οι φωνές των φιλάθλων. «Κουφάλα διαιτητή!». «Της μάνας σου, της αδερφής σου παλιοκαριόλη»! «Ρε μαλάκα, τι σφυρίζεις, που να σου σφυρίζουνε στ’ αυτί». «Ρεεεεεεεεεεεεε!......».
Ιστορίες για αγρίους στα γήπεδα Πάτρας, Άρτας, Μεσολογγίου. Είχα τη χαρά να γνωρίσω το παίξιμο μεγάλων παικτών όπως του Γάλλου (Παπαδόπουλου) που για λίγο έπαιξε σε φιλικά του Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού που τον ήθελαν για μεταγραφή αλλά δεν άφηναν οι Αγρινιώτες, του Τάκη Μπάθα, του Κουτσογιάννη, του Ανδρέα Γιαννόπουλου, του Δούκα, του Δρόσου, του Μπαρχαμπά, του Μήτσου, του Τεμεκονίδη, του Καλύβα, του Τζάνη, του Νικολάου, του Λαλάκη Ντόκα, του Σταρακά, του Παπαποστόλου, του Σταμούλη, του Ταλαμάγκα, του Καμποσιώρα, του Ζαρκαβέλη, του Ρόκου, του Τσακούμη, του Γκίκα. Στον Παναιτωλικό έπαιξε και ο Κώστας Σταμούλης που πέθανε πρόωρα και όλοι τον θυμούνται απ’ τη θητεία του στην Εθνική Τράπεζα, την Εθνική Ασφαλιστική και την Τράπεζα Αττικής. Στον ασφαλιστικό κλάδο πρόσφεραν πολλοί Αγρινιώτες. Ανάμεσά τους και οι συμμαθητές μου ο Ζήκος Παπαευαγγελίου ένας πρόσχαρος και τίμιος άνθρωπος με Ηπειρώτικη καταγωγή, ο Ανδρέας Τσώκος στη Νομική υπηρεσία, ο Χατζής.
Γνώρισα και τον προπονητή Καρποδίνη (1962-64) που ένα διάστημα έμεινε εκεί στο Γ’ Σχολείο που είναι η Πυροσβεστική σήμερα. Ερχότανε και μας έβλεπε από τα κάγκελα όταν παίζαμε μέσα στο Γ’ Δημοτικό ή στην αλάνα που είναι η Πυροσβεστική. Εγώ ήθελα «να κάνω τον Δομάζο» το Νο 10, έβγαζα γκολ συχνά και γενικά μάλλον έπαιζα καλά. «Έλα στο γήπεδο στην προπόνηση» είπε ένα απόγευμα σε μένα που φόραγα ένα άσπρο-μακό φανελάκι… «Παίζει καλή μπάλα ο μικρός» είπε σε κάποιους θεατές των πιτσιρικάδων… Φυσικά ούτε κουβέντα στο σπίτι που η μάνα ήθελε να μάθω γράμματα και όχι «αλητεία»… Έτσι ήταν τότε…
Κάπου εκεί στο 1963-4 μετά από υπερπροσπάθεια να νικήσουμε τα παιδιά της Αγίας Τριάδος σ’ ένα γήπεδο στον Άγιο Χριστόφορο, ίδρωσα πολύ και μετά στον αέρα κρύωσα και έπαθα πλευρίτιδα. Με έτρεξε η μάνα στους γιατρούς, έκανα ακτινογραφίες στην Κλινική Μίκροβα και ένας ακτινολόγος Ευάγγελος Παπαστεργίου (;) έδωσε εντολή να τρώω κρέας λίγο ψημένο με αίμα κάθε μέρα, πολύ γάλα και φρούτα. Και ενέσεις. Μια γειτόνισσα η Βούλα Λαζούρα και η γυναίκα του Κώστα Ζαχείλα η Κωνσταντούλα μου ‘καναν πάνω από 60 ενέσεις. Και ξάπλα και βήχας αρκετό καιρό. Ένας γείτονας ο Τάκης Χουλιάρας αρραβωνιαστικός της Λόλας Γελαδέρη, Θεός σχωρέσ’ τον, σκοτώθηκε στο Φράγμα των Κρεμαστών πριν παντρευτεί, έδινε στη μάνα μου πενήντα δραχμές κάθε φορά που ερχόταν από τα Κρεμαστά να αγοράσουμε βερύκοκα και φρούτα. Όταν έγινα καλά, ο Μίκροβας ο γιατρός με φίλησε σε ένδειξη ότι δεν έχω τίποτα για να χαρούν οι δικοί μου και επειδή η μοίρα είναι περίεργη, ο πατέρας αυτού του γιατρού έμενε στο σπίτι της αδερφής του πατέρα μου Αγγέλως Περικλή Ντιβέρη στο Κορφοβούνι Άρτας όπου γίνονταν οι σκληρές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ Ζέρβα και Άρη Βελουχιώτη. Η ίδια η θεία Αγγέλω μου διηγήθηκε για την τρομάρα που ένιωθε όταν οι Ζερβικοί σύντροφοι του Μίκροβα πατέρα περνούσαν με κεφάλια ανταρτών στους τροβάδες αλλά αυτά είχε η κατάρα του πολέμου. Σώθηκα τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι τον αντίλαλο που έψελναν τα παιδιά στο Γ’ Σχολείο το
«Χριστός Ανέστη, Χαρά μεγάλη
λευκά φορέσατε τρανή γιορτή
λευκή η ψυχή μας σαν ήλιος προβάλλει
κρίνος ολόλευκος τώρα κι αυτή…».
Άκουγα και το:
«Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι
προσκυνήσουμε Άγιο Κύριο τον
μόνο αναμάρτητο…»
Μέσα η ψυχή μου δαγκωνότανε στην μελαγχολία του κρεβατιού του αρρώστου… Τότε τα παιδιά συμμετείχαν στα παιγνίδια και στα κατηχητικά απ’ τα οποία ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΔΙ δεν έχασε σαν απόθεμα φιλοσοφίας για τη Ζωή. Η κατάθεση εκείνου του χρόνου μας της παιδικής ζωής έδωσε σημαντικούς «τόκους προσφοράς» στην Ελληνική κοινωνία… Κοιτάζω σήμερα τους συμμαθητές μου και ναι, μπορώ να πω ότι «τα παιδιά του Κατηχητικού», «αλατίζουν» την «άνοστη» ζωή μας με κάτι παραπάνω από την καθημερινότητα.
Άκουγα και το «Συ που κόσμους κυβερνάς». Και μου ‘μεινε και μια θλίψη και μελαγχολία κάθε ηλιοβασίλεμα που μου θυμίζει μέρες στο κρεβάτι ανοιξιάτικες όταν των παιδιών οι φωνές ακούγονταν χαρούμενες έξω στις αλάνες… Ίσως να ήταν που έβλεπα και τη μάνα μου να δουλεύει στα καπνοχώραφα να βρει λεφτά για κρέας…
Ο προπονητής Καρποδίνης έβγαζε πολλά «φυντάνια» και ταλέντα που για χρόνια έπαιξαν στον Παναιτωλικό και που το 1962 ανέβηκε στην Β’ Εθνική γράφοντας ιστορία. Σ’ ένα ματς με τον Πανιώνιο απήλαυσα και το παίξιμο του Θανάση Σαραβάκου, πατέρα του Δημήτρη Σαραβάκου (τον οποίο ασφάλισα όταν ήμουν ασφαλιστής-Διευθυντής Υποκαταστήματος για λογαριασμό του Τηλέμαχου Καραγιάννη).
Ο Παναιτωλικός τροφοδότησε αρκετές μεγάλες ομάδες με παίκτες του όπως ο Αποστολάκης, ο Βασιλείου, ο Δημόπουλος, ο Παπαδόπουλος, ο Μήτσου, ο Μίχος, ο Ράπτης, ο Μπαρχαμπάς, ο Τσάμης… Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης δυο παίκτες του εκτελέστηκαν από τους κατακτητές. Πριν τον πόλεμο η ομάδα είχε φτάσει στον τελικό πρωταθλήματος Πατρών. Ανάμεσα στους παίκτες της ομάδος 1940 ήταν και ο Μιχάλης Παντούλας, τερματοφύλακας, που παντρεύτηκε την Μαρία Κοτρώτσου στα φτωχόσπιτα της οποίας νοικιάσαμε και μέναμε τα πρώτα δύσκολα χρόνια της μετανάστευσής μας από Άρτα στο Αγρίνιο. Εφτά άτομα σ’ ένα δωματιάκι χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς ψυγείο, χωρίς νερό, χωρίς τουαλέτα… Όλα αυτά ήταν κοινά, έξω, μοιρασμένα με άλλες 12 οικογένειες ανάμεσά τους και η Χρυσάνθη Τσαμπούλα που είχε τρία παιδιά τον Πάνο, τον Κώστα και τη Σταυρούλα που μετακόμισαν στην Αθήνα και δούλευε στο Καπνεργοστάσιο 22, όμορφη γυναίκα, εργατική, πονόψυχη και με καρδιά διαμάντι. Όταν ήρθα στην Αθήνα και αφού δεν είχα πού να μείνω με φιλοξένησε σπίτι της στο Παγκράτι, οδός Αρύτης «επειδή η μάνα σου ήταν πολύ καλή», μου είπε, «θα μείνεις σπίτι μου μέχρι να βρεις δουλειά και δωμάτιο. Αν έχει το ψυγείο φαΐ θα τρως μαζί με τα παιδιά μου. Αν δεν έχει δε θα μιλάς» μου είπε. Μαζί με τη Χρυσάνθη, την Παρασκευή το βράδυ που γκρέμιζε το τανκ την πόρτα του Πολυτεχνείου ήμασταν εκεί φωνάζοντας συνθήματα μαζί με το πλήθος. Της χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη και την συγχαίρω που όταν αρρώστησε ο άντρας της και έμενε μόνη, τα έβγαλε πέρα μεγαλώνοντας τα παιδιά της χωρίς να τους λείψει τίποτα.
Αυτός ο κ. Μιχάλης Παντούλας, εκεί στα Κοτρωτσέϊκα στη φτωχογειτονιά που άνθιζαν γαρυφαλλιές στα χαμηλά παραθυράκια και τα στήθη των μικρών παιδιών ήταν φουσκωμένα με πόθους και όνειρα, ο πρώην τερματοφύλακας του Παναιτωλικού, ένας καλοσυνάτος κύριος, με άφηνε να κάνω ποδήλατο τα μεσημέρια που ερχόταν να ξεκουραστεί απ’ το μαγαζί-κρεοπωλείο. Μας χαμογελούσε και μας έπαιρνε «μέσα στο γήπεδο»… Όταν έλλειπε στην Αθήνα, στα νοσοκομεία με προβλήματα και εγχειρήσεις στομάχου τότε έβγαινα κι εγώ νωρίς
*Ο Ευάγγελος Γ. Σπύρου είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Από το 1989 έως σήμερα εκδίδει το περιοδικό "Ασφαλιστικό ΝΑΙ" και από το 2000 έως σήμερα την εφημερίδα NEXTDEAL. Από το 2007 προΐσταται του www.nextdeal.gr. Παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του παιδιού ως ιδιοκτήτης του Νηπιακού Κέντρου "ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ" και της εφημερίδας "Παιδικός Σταθμός για Γονείς". Σήμερα είναι μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου -ΕΔΙΠΤ και μέλος του ΔΣ του Ενιαίου Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού-Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης-ΕΤΑΠ-ΜΜΕ. Είναι βασικός πρωτεργάτης στην τηλεοπτική εκπομπή «Ώρα Ασφάλισης» στο Κανάλι 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου