Η ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 5,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, στα ανοιχτά της Λήμνου, αλλά και ο (μικρός) σεισμός που έδωσε η Πάρνηθα, μια μέρα πριν, έχουν προκαλέσει ανησυχία σε ολόκληρη τη χώρα. Άραγε, περιμένει η Ελλάδα ένα ισχυρό χτύπημα του Εγκέλαδου;
“Ναι”, λένε οι επιστήμονες, χωρίς να είναι βέβαιοι αν το “ξέσπασμα” που περίμεναν ήταν ο σεισμός της Λήμνου. Αν και αυτό που έχει σημασία, βέβαια, δεν είναι το αν θα γίνει σεισμός -τα φυσικά φαινόμενα, για να τα κατανοήσουμε, δεν χρειάζεται ούτε πανικός, ούτε τρόμος, μόνο γνώση και προετοιμασία- αλλά το πόσο έτοιμοι είμαστε να τον αντιμετωπίσουμε ως χώρα. Σε αυτό τον τομέα, δυστυχώς τα στοιχεία που θα δούμε παρακάτω, είναι απελπιστικά.
Εδώ και μερικά χρόνια, ο -έγκριτος- Τούρκος σεισμολόγος Νάτζι Γκιόρουρ, δηλώνει μετ’ επιτάσεως ότι αναμένει έναν πολύ μεγάλο σεισμό (άνω των 7,5 Ρίχτερ) στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο σεισμός αυτός, λέει ο Τούρκος επιστήμονας, θα ισοπεδώσει την Κωνσταντινούπολη και θα αποτελέσει το “trigger” στο ρήγμα της Ανατολίας (που στην περίπτωσή μας διατρέχει το Αιγαίο, φτάνοντας μέχρι την Εύβοια), δίνοντας ένα τρομακτικό σεισμικό ντόμινο στο Αιγαίο. Δυστυχώς, μαζί του συμφωνούν και οι Έλληνες σεισμολόγοι, αλλά και η διεθνής επιστημονική κοινότητα.
Ήταν αυτός ο μεγάλος σεισμός που περίμεναν;
Ίσως εκεί να εδράζεται και η δήλωση του καθηγητή σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Άκη Τσελέντη, μόλις τον Ιούνιο, ότι το αμέσως επόμενο διάστημα “θα βιώσουμε στην Ελλάδα έναν μεγάλο σεισμό. Εύχομαι να γίνει στην θάλασσα». Με τον κύριο Τσελέντη συμφωνούν και άλλοι σεισμολόγοι, οι οποίοι μιλώντας στην iTabloid, ζητούν να ληφθούν άμεσα μέτρα για την προστασία των πολιτών, καθώς τα… μισά κτίρια της χώρας δεν έχουν ελεγχθεί εάν αντέχουν σε σεισμό.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών, υπάρχει μια διάσπαρτη μικροσεισμική διέγερση που δείχνει πως κάποια φαινόμενα είναι σε εξέλιξη. Ο σεισμός, όπως λέει, μπορεί να είναι 5 αλλά και 6 ή 6,5 βαθμοί της κλίμακας ρίχτερ και σύμφωνα με τον κ. Τσελέντη «αν ένα τέτοιο φαινόμενο δεν πραγματοποιηθεί στη θάλασσα αλλά στη στεριά, και όχι σε κάποια περιοχή όπως αυτή των Ιονίων Νήσων που είναι σεισμικά θωρακισμένες, θα έχουμε πρόβλημα». Στη συνέχεια έθεσε τα εξής παραδείγματα: «Αν έχουμε μία δόνηση μεγέθους 6 Ρίχτερ στην Πρέβεζα, το Ηράκλειο ή τη Σαντορίνη σίγουρα δεν θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που θα είχαμε αν η ίδια δόνηση γινόταν στη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά. Σε αυτά τα νησιά, τα κτίρια αντέχουν».
Με τον κ. Τσελέντη, συμφωνούν και οι άλλοι επιστήμονες που ρωτήθηκαν την ίδια περίοδο, με αφορμή τη δήλωσή του. Ρωτάμε τον καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιο Λέκκα επ’ αυτού: «Δεν το αποκλείω να γίνει ένας μεγάλος σεισμός. Γίνονται συνέχεια σεισμικές δονήσεις, απλά όχι μεγάλα γεγονότα».
Ο σεισμολόγος του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Γιώργος Χουλιάρας, τονίζει ότι κανένας δεν μπορεί να δηλώσει επίσημα πού και πότε θα γίνει σεισμός, όμως τα στατιστικά δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό: «Σύμφωνα με τις στατιστικές σχεδόν κάθε χρόνο έχουμε στην Ελλάδα ένα σεισμό περίπου των 6 Ρίχτερ. Επίσης είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα μεγάλοι και ισχυροί σεισμοί. Ποτέ δεν είμαι καθησυχαστικός. Πρέπει να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση».
Ο κ. Χουλιάρας επισημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να παραδειγματιστεί από την Ιταλία μετά τους δύο αλλεπάλληλους σεισμούς. «Οπότε, πρέπει να υπάρχει εγρήγορση από το κράτος σε αυτό τον τομέα. Οι προσεισμικοί έλεγχοι είναι πάρα πολλά στάδια πίσω. Δεν υπάρχει το ανάλογο προσωπικό στις περιφέρειες και οι απαραίτητοι μηχανικοί στο Δημόσιο ώστε να κάνουν αυτούς τους ελέγχους. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο διότι δεν γνωρίζουμε την κατάσταση των Δημοσίων κτιρίων, ιδιαίτερα των νοσοκομείων ή των σχολίων». Από την άλλη», συμπληρώνει ο κ. Χουλιάρας «υπάρχει πρόβλημα με το νομοσχέδιο που υπέγραψε ο κ. Παπακωνσταντίνου και με το οποίο μπορεί ο οποιοσδήποτε να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε αυθαίρετη κατασκευή χωρίς τη σωστή μελέτη και την έγκριση του μηχανικού».Από την άλλη, ο αν. καθηγητής σεισμολογίας στο ΑΠΘ, Βασίλης Καραστάθης εμφανίζεται πιο καθησυχαστικός και υπογραμμίζει ότι τόσο το κράτος και η κυβέρνηση όσο και οι Έλληνες πολίτες πρέπει να εντείνουν τους ελέγχους και να είναι ενημερωμένοι. “Για να μη βρεθούμε προ εκπλήξεως», λέει ο κ. Καραστάθης «πρέπει καθημερινά να παρακολουθείται η σεισμικότητα της χώρας. Όμως, πρέπει επίσης να γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι στα κτίρια και οι ασκήσεις ετοιμότητας. Επειδή οι μεγάλοι σεισμοί δεν λείπουν από τον ελληνικό χώρο, θα πρέπει να δοθεί έμφαση και επικαιροποίηση στα σχέδια αντιμετώπισης των σεισμικών καταστροφών και να γίνονται συστηματικοί έλεγχοι». Παράλληλα, ο κ. Καραστάθης επισημαίνει ότι η πολιτεία και οι κοινωνία πρέπει να ξεφύγει από τη λογική των ελέγχων μόνο στα δημόσια κτίρια: «Εκτός από τα κτίρια δημοσίου χαρακτήρα, οι έλεγχοι πρέπει να επεκταθούν σε όλα τα κτίρια που υποδέχονται προσωρινά πολίτες είτε για να δουλέψουν, είτε ως επισκέπτες όπως για παράδειγμα ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα και μεγάλα σούπερ μάρκετ”.
Εδώ και μερικά χρόνια, ο -έγκριτος- Τούρκος σεισμολόγος Νάτζι Γκιόρουρ, δηλώνει μετ’ επιτάσεως ότι αναμένει έναν πολύ μεγάλο σεισμό (άνω των 7,5 Ρίχτερ) στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο σεισμός αυτός, λέει ο Τούρκος επιστήμονας, θα ισοπεδώσει την Κωνσταντινούπολη και θα αποτελέσει το “trigger” στο ρήγμα της Ανατολίας (που στην περίπτωσή μας διατρέχει το Αιγαίο, φτάνοντας μέχρι την Εύβοια), δίνοντας ένα τρομακτικό σεισμικό ντόμινο στο Αιγαίο. Δυστυχώς, μαζί του συμφωνούν και οι Έλληνες σεισμολόγοι, αλλά και η διεθνής επιστημονική κοινότητα.
Ήταν αυτός ο μεγάλος σεισμός που περίμεναν;
Ίσως εκεί να εδράζεται και η δήλωση του καθηγητή σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Άκη Τσελέντη, μόλις τον Ιούνιο, ότι το αμέσως επόμενο διάστημα “θα βιώσουμε στην Ελλάδα έναν μεγάλο σεισμό. Εύχομαι να γίνει στην θάλασσα». Με τον κύριο Τσελέντη συμφωνούν και άλλοι σεισμολόγοι, οι οποίοι μιλώντας στην iTabloid, ζητούν να ληφθούν άμεσα μέτρα για την προστασία των πολιτών, καθώς τα… μισά κτίρια της χώρας δεν έχουν ελεγχθεί εάν αντέχουν σε σεισμό.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών, υπάρχει μια διάσπαρτη μικροσεισμική διέγερση που δείχνει πως κάποια φαινόμενα είναι σε εξέλιξη. Ο σεισμός, όπως λέει, μπορεί να είναι 5 αλλά και 6 ή 6,5 βαθμοί της κλίμακας ρίχτερ και σύμφωνα με τον κ. Τσελέντη «αν ένα τέτοιο φαινόμενο δεν πραγματοποιηθεί στη θάλασσα αλλά στη στεριά, και όχι σε κάποια περιοχή όπως αυτή των Ιονίων Νήσων που είναι σεισμικά θωρακισμένες, θα έχουμε πρόβλημα». Στη συνέχεια έθεσε τα εξής παραδείγματα: «Αν έχουμε μία δόνηση μεγέθους 6 Ρίχτερ στην Πρέβεζα, το Ηράκλειο ή τη Σαντορίνη σίγουρα δεν θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που θα είχαμε αν η ίδια δόνηση γινόταν στη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά. Σε αυτά τα νησιά, τα κτίρια αντέχουν».
Με τον κ. Τσελέντη, συμφωνούν και οι άλλοι επιστήμονες που ρωτήθηκαν την ίδια περίοδο, με αφορμή τη δήλωσή του. Ρωτάμε τον καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιο Λέκκα επ’ αυτού: «Δεν το αποκλείω να γίνει ένας μεγάλος σεισμός. Γίνονται συνέχεια σεισμικές δονήσεις, απλά όχι μεγάλα γεγονότα».
Ο σεισμολόγος του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Γιώργος Χουλιάρας, τονίζει ότι κανένας δεν μπορεί να δηλώσει επίσημα πού και πότε θα γίνει σεισμός, όμως τα στατιστικά δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό: «Σύμφωνα με τις στατιστικές σχεδόν κάθε χρόνο έχουμε στην Ελλάδα ένα σεισμό περίπου των 6 Ρίχτερ. Επίσης είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα μεγάλοι και ισχυροί σεισμοί. Ποτέ δεν είμαι καθησυχαστικός. Πρέπει να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση».
Ο κ. Χουλιάρας επισημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να παραδειγματιστεί από την Ιταλία μετά τους δύο αλλεπάλληλους σεισμούς. «Οπότε, πρέπει να υπάρχει εγρήγορση από το κράτος σε αυτό τον τομέα. Οι προσεισμικοί έλεγχοι είναι πάρα πολλά στάδια πίσω. Δεν υπάρχει το ανάλογο προσωπικό στις περιφέρειες και οι απαραίτητοι μηχανικοί στο Δημόσιο ώστε να κάνουν αυτούς τους ελέγχους. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο διότι δεν γνωρίζουμε την κατάσταση των Δημοσίων κτιρίων, ιδιαίτερα των νοσοκομείων ή των σχολίων». Από την άλλη», συμπληρώνει ο κ. Χουλιάρας «υπάρχει πρόβλημα με το νομοσχέδιο που υπέγραψε ο κ. Παπακωνσταντίνου και με το οποίο μπορεί ο οποιοσδήποτε να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε αυθαίρετη κατασκευή χωρίς τη σωστή μελέτη και την έγκριση του μηχανικού».Από την άλλη, ο αν. καθηγητής σεισμολογίας στο ΑΠΘ, Βασίλης Καραστάθης εμφανίζεται πιο καθησυχαστικός και υπογραμμίζει ότι τόσο το κράτος και η κυβέρνηση όσο και οι Έλληνες πολίτες πρέπει να εντείνουν τους ελέγχους και να είναι ενημερωμένοι. “Για να μη βρεθούμε προ εκπλήξεως», λέει ο κ. Καραστάθης «πρέπει καθημερινά να παρακολουθείται η σεισμικότητα της χώρας. Όμως, πρέπει επίσης να γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι στα κτίρια και οι ασκήσεις ετοιμότητας. Επειδή οι μεγάλοι σεισμοί δεν λείπουν από τον ελληνικό χώρο, θα πρέπει να δοθεί έμφαση και επικαιροποίηση στα σχέδια αντιμετώπισης των σεισμικών καταστροφών και να γίνονται συστηματικοί έλεγχοι». Παράλληλα, ο κ. Καραστάθης επισημαίνει ότι η πολιτεία και οι κοινωνία πρέπει να ξεφύγει από τη λογική των ελέγχων μόνο στα δημόσια κτίρια: «Εκτός από τα κτίρια δημοσίου χαρακτήρα, οι έλεγχοι πρέπει να επεκταθούν σε όλα τα κτίρια που υποδέχονται προσωρινά πολίτες είτε για να δουλέψουν, είτε ως επισκέπτες όπως για παράδειγμα ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα και μεγάλα σούπερ μάρκετ”.
Ελλιπείς οι έλεγχοι ακόμα και σε σχολεία!
Η ανυπαρξία προσεισμικών ελέγχων είναι αυτό που ταλανίζει μια σεισμογενή χώρα όπως είναι η Ελλάδα. Παρόλο που υπάρχουν δεκάδες έρευνες από έγκριτους σεισμολόγους για τα ακατάλληλα και σχεδόν ετοιμόρροπα κτίρια της χώρας και στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στους ελέγχους το κράτος τις αφήνει αναξιοποίητες. Αναξιοποίητο παραμένει επίσης και το πρόγραμμα πρωτοβάθμιων προσεισμικών ελέγχων καθώς μέσα σε 11 ολόκληρα χρόνια έχει ελεγχθεί το 15% των κτιρίων δημόσιας χρήσης. Η έναρξη του προγράμματος έγινε επί κυβέρνησης Σημίτη και από τότε δεν έχουν ελεγχθεί ούτε τα μισά σχολεία προκειμένου να διαπιστωθεί πως μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια σεισμική δόνηση.
Συγκεκριμένα, από το 2001 όταν και εφαρμόστηκε το πρόγραμμα έχουν ελεγχθεί μόνο 11.667 από τα 78.000 κτίρια που εμπίπτουν στην κατηγορία των δημοσίων ή κοινωφελούς χρήσης. Η αιτία που ο πρωτοβάθμιος προσεισμικούς έλεγχος προχωρά με ρυθμούς… χελώνας, όπως λέει και από η διευθυντήρια Αντισεισμικού Σχεδιασμού του ΟΑΣΠ Λίντα Πέλλη, είναι ότι η σχετική εγκύκλιος δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα. Ο Προσεισμικός Έλεγχος αφορά τόσο τη δομική τρωτότητα όσο και τη μη δομική τρωτότητα, είναι υπό την ευθύνη του κράτους –ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς στο οποίο βρίσκονται-και πρέπει να ελέγχονται τακτικά κτίρια που στεγάζουν νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κοινού, τηλεπικοινωνιακές μονάδες και μονάδες παραγωγής ενέργειας. Μόνο τα σχολεία, λέει η κ. Πέλλη είναι ευθύνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι και εκεί οι έλεγχοι είναι ελλίπεις. Έχουν ελεγχθεί 5.041 σχολικές μονάδες, οι οποίες κατασκευάστηκαν πριν από το 1959, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος 4.200 σχολικών μονάδων που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1960 έως 1985.
Η ανυπαρξία προσεισμικών ελέγχων είναι αυτό που ταλανίζει μια σεισμογενή χώρα όπως είναι η Ελλάδα. Παρόλο που υπάρχουν δεκάδες έρευνες από έγκριτους σεισμολόγους για τα ακατάλληλα και σχεδόν ετοιμόρροπα κτίρια της χώρας και στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στους ελέγχους το κράτος τις αφήνει αναξιοποίητες. Αναξιοποίητο παραμένει επίσης και το πρόγραμμα πρωτοβάθμιων προσεισμικών ελέγχων καθώς μέσα σε 11 ολόκληρα χρόνια έχει ελεγχθεί το 15% των κτιρίων δημόσιας χρήσης. Η έναρξη του προγράμματος έγινε επί κυβέρνησης Σημίτη και από τότε δεν έχουν ελεγχθεί ούτε τα μισά σχολεία προκειμένου να διαπιστωθεί πως μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια σεισμική δόνηση.
Συγκεκριμένα, από το 2001 όταν και εφαρμόστηκε το πρόγραμμα έχουν ελεγχθεί μόνο 11.667 από τα 78.000 κτίρια που εμπίπτουν στην κατηγορία των δημοσίων ή κοινωφελούς χρήσης. Η αιτία που ο πρωτοβάθμιος προσεισμικούς έλεγχος προχωρά με ρυθμούς… χελώνας, όπως λέει και από η διευθυντήρια Αντισεισμικού Σχεδιασμού του ΟΑΣΠ Λίντα Πέλλη, είναι ότι η σχετική εγκύκλιος δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα. Ο Προσεισμικός Έλεγχος αφορά τόσο τη δομική τρωτότητα όσο και τη μη δομική τρωτότητα, είναι υπό την ευθύνη του κράτους –ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς στο οποίο βρίσκονται-και πρέπει να ελέγχονται τακτικά κτίρια που στεγάζουν νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κοινού, τηλεπικοινωνιακές μονάδες και μονάδες παραγωγής ενέργειας. Μόνο τα σχολεία, λέει η κ. Πέλλη είναι ευθύνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι και εκεί οι έλεγχοι είναι ελλίπεις. Έχουν ελεγχθεί 5.041 σχολικές μονάδες, οι οποίες κατασκευάστηκαν πριν από το 1959, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος 4.200 σχολικών μονάδων που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1960 έως 1985.
Τα ελεγμένα κτίρια ανά περιφέρεια
Αττική 3.309
Κεντρική Μακεδονία 1.225
Ανατολική Μακεδονία-Θράκη 1.251
Πελοπόννησος 1.126
Δυτική Ελλάδα 1.060
Κρήτη 752
Στερεά Ελλάδα 646
Ιόνια Νησιά 511
Θεσσαλία 503
Δυτική Μακεδονία 385
Βόρειο Αιγαίο 294
Νότιο Αιγαίο 151
Ήπειρος 118
Κτίρια υπουργείων 334
Κεντρική Μακεδονία 1.225
Ανατολική Μακεδονία-Θράκη 1.251
Πελοπόννησος 1.126
Δυτική Ελλάδα 1.060
Κρήτη 752
Στερεά Ελλάδα 646
Ιόνια Νησιά 511
Θεσσαλία 503
Δυτική Μακεδονία 385
Βόρειο Αιγαίο 294
Νότιο Αιγαίο 151
Ήπειρος 118
Κτίρια υπουργείων 334
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου