Μια αλλιώτικη ιστορία στα βουνά της Φωκίδας
ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Από τη Σοφία Ελευθερίου - Γκαρή
«Είχαμε πιάσει τα ριζά του βουνού έπειτα από κοπιώδη πορεία ωρών. Από πάνω μας ο Παρνασσός, το Χρυσό-Χρυσό το λένε μα Χρυσό είναι, τι ωραίο χωριό, από κάτω. Στην Αράχοβα οι κάτοικοι μας έδωσαν ψωμί, αυγά, σφαχτά για ν’ αναστήσουμε. Μαζευτήκαμε στ’ αμπριά μας να ξαποστάσουμε. Αφήσαμε τα μουλάρια σ’ ένα χαμηλό άνοιγμα να φάγουν. Το κρύο ακόμα τσουχτερό και ας φέρνει «Το Πάσχα την Άνοιξη». Η χλαίνη απαραίτητη. Οι καπνοί από τα τζάκια και τα αχνά φώτα κάποια χιλιόμετρα μακριά, συντρόφευαν και ζέσταιναν τις γεμάτες δυστυχία καρδιές μας. Ησυχία απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι αντάρτες είχαν λουφάξει κι αυτοί. Πότε θα τέλειωνε τούτο το κακό, ένας θεός ήξερε μονάχα. Ποια κατάρα κουβαλούμε και φαγωνόμαστε αναμεταξύ μας χρόνια και χρόνια! Τι επινίκια μπορούν να γιορτάσουν και τα δύο μέτωπα! Και καλά οι άλλοι είχαν επιλέξει το βουνό, εμείς όμως οι στρατιώτες οι ενταγμένοι από την πατρίδα, να διαπράξουμε το φόνο του αδερφού μας! Σε μία υποχώρηση, ο σύντροφος από τον Πρασέ των Λευκών ορέων της Κρήτης, απειλήθηκε από συγγενή του, παραλίγο να τον άφηνε άπνουν. Ο αντάρτης, ένας νέος είκοσι τριών περίπου χρονών, με την φυσική των ορεινών ομορφάδα, είχε καταντήσει αγριάνθρωπος, αναμαλλιάρης, με πρόσωπο μαύρο και στεγνό».
- «Μπάρκας*» έγινες Στεργιανέ, ο Μανούσος είπε έντρομος σαν ήρθαν σε απόσταση αναπνοής οι σύντεκνοι με το χάρο. Κοιτάχτηκαν περίλυποι και δε βάσταζαν να εκτελέσουν τη φρικιαστική εκείνη ατιμία.
Θα’ φηνε ο δικός μας ορφανό τ’ αγέννητο και τη γυναίκα του ολομόναχη.
«Κατωμερίτικο πουλί, έλα στα πάνω μέρη, όπου ‘ναι το νερό κρύο και δροσερό τ’ αγέρι», ακουγόταν η φωνή του, γεμάτη νοσταλγία όταν της τραγουδούσε…
… Από μακριά ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας. Τώρα εμείς εδώ είχαμε το κανόνι για καμπάνα, το ύπαιθρο για εκκλησία, σταυροκοπηθήκαμε. Κάποιοι ξέρανε αναστάσιμα τροπάρια. Ψάλλαμε. Λειτουργία!
«Ο θεός να μας συγχωρέσει όλους» φώναξε κάποιος.
«Αμήν» πεταχτήκαμε και η φωνή κοβόταν στα λαρύγγια.
Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, καθώς θυμήθηκα κείνη την Αντάρτισσα με τα μακριά μαύρα μαλλιά. Ο καψερός είχα περάσει το κεφάλι της για πέτρα, καθώς σκόνταψα πάνω του σε μία προηγούμενη πορεία μας.
Το Χριστός Ανέστη, μας πτέρωσε. Ανταλλάξαμε θερμούς εναγκαλισμούς και ευχές.
- «Μάγειρα αργεί ακόμα;» ρώτησε ο συνάδελφος και αγαπητός μου Μήτρος Βάθης. Αρβανίτης από το Μαρούσι, το αίμα έβραζε στις φλέβες του.
- «Σε λίγη ώρα είναι έτοιμο.
Καθώς ξεσκέπαζε το καζάνι ν’ ανακατεύσει με τη χουλιάρα το λαμπριάτικο έδεσμα, μαζί με τους πυκνούς αχνούς, μας έπαιρνε η μυρουδιά της μαγειρίτσας και τα σάλια μας κομπολόγι. Η χαρά φώτισε για λίγο τα πρόσωπά μας, καθώς λαίμαργα ρουφούσαμε τις αχνιστές βουκιές, βγάζοντας αναστεναγμούς ευτυχίας. Αναστηθήκαμε οι άμοιροι…
… Τ’ ασκέρι με την κόκκινη παντιέρα σκαρφαλωμένο στους βράχους, άρχισε να μας ρίχνει. Σα φίδια μας ζώσανε οι οβίδες και ένα άγριο φυσητό μας τρύπησε τ’ αφτιά. Πλήθος τα βλήματα φτεροκοπούσαν στον αέρα, ένα από δαύτα κατακερμάτισε το μουλάρι του λοχαγού. Βρόντοι και κεραυνοί έσχιζαν τον ουρανό. Ενός φαντάρου κόπηκε το κεφάλι στη μέση, άλλου το πόδι, αλλουνού το χέρι πετάχτηκε μέτρα μακριά. Γέμισε ο τόπος κορμιά. Η χαράδρα έγινε το φέρετρο του φίλου μου του Βάθη. Έπεσε σαν τον ανθό. Δεν τον είδα δίπλα μου.
- Βάθη, Βάθη, Βάθη… λίγο έλειψε να περάσω στρατοδικείο για προδοσία της θέσης μας, με τούτες τις κραυγές μου.
Πάνε οι καημοί, πάνε τα όνειρα, πάει το παλικάρι…
Στην Ιτέα μας περίμενε το πλοίο… προς το παρόν είχαμε γλιτώσει».
*Μπάρκας = Αιθίοψ (στην Κρήτη)
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "νέο Άστρο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου