Εκείνη την Κυριακή καμία εκκλησία δεν λειτούργησε.
Ένα αποπροσανατολισμένο τάγμα του ελληνικού στρατού που προσπαθούσε να φθάσει στην ακτή, αποτελούμενο από 6.000 περίπου άνδρες, συγκρούστηκε με τον τουρκικό στρατό στο προάστιο Παράδεισος και, μετά από μια ψευτομάχη, παραδόθηκε στους αντιπάλους. Αιχμαλωτίστηκαν όλοι, μαζί με κάποιους τελευταίους βραδυπορημένους Έλληνες στρατιώτες που εξαντλημένοι είχαν απομείνει στη Σμύρνη. Κάποιοι από αυτούς μπόρεσαν να μπουν σε ελληνικά σπίτια, να ντυθούν με πολιτικά και να γλυτώσουν. Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη χερσόνησο της Μικράς Ασίας τελείωνε…
Την ίδια ώρα, χιλιάδες έντρομοι Έλληνες και Αρμένιοι προσπαθούσαν να βρουν άσυλο σε εκκλησίες, προξενεία και ξένα ιδρύματα. Η αρμένικη συνοικία το πρωί της Κυριακής είναι ένα οστεοφυλάκιο. Σχεδόν κανένα σπίτι ή μαγαζί δεν έμεινε απαραβίαστο, οι περιουσίες είχαν εξανεμιστεί και τα λάφυρα μεταφέρονταν σε τεράστιες ποσότητες, φορτωμένα σε κάρα, ενώ κάρα φορτωμένα με πτώματα στέλνονταν στο εσωτερικό της χώρας. Πτώματα κείτονταν παντού, ενώ συνεχίζονταν οι βιασμοί των γυναικών και οι παιδοκτονίες. Χιλιάδες Αρμένιοι προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στην μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου. Ο G. Horton περιγράφει: Τα κομψά στρατιωτικά αποσπάσματα που είχαν εγγυηθεί την ασφάλεια και είχαν δημιουργήσει στους κατοίκους κάποια εμπιστοσύνη ότι ο τακτικός στρατός είχε αρχίσει να λειτουργεί και να προστατεύει τους πολίτες, είχαν τώρα ως βασική απασχόληση το κυνήγι και τον φόνο των Αρμενίων. Οι βιαιοπραγίες των πρώτων ημερών της τουρκικής κυριαρχίας είχαν ως κύριο στόχο την αρμενική κοινότητα, αλλά δεν περιορίστηκαν σε αυτήν. Εξαπλώθηκαν στον ελληνικό πληθυσμό, και σε πολύ μικρότερη έκταση, σε οικογένειες και ιδιοκτησίες των Λεβαντίνων. Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά γυναικών και πτώματα εξαπλώνονται πλέον σε όλη τη Σμύρνη και τα ακριβά προάστια του Μπουρνόβα, του Παραδείσου, του Κορδελιού, του Μπουτζά… Οι ξένες δυνάμεις είχαν αποβιβάσει στη Σμύρνη μικρά στρατιωτικά αποσπάσματα για να φρουρούν η καθεμία αποκλειστικά και μόνο τα δικά της προξενεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ακόμα και οικίες επιφανών συμπολιτών τους, όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία. Στο λιμάνι συνεχιζόταν πάντα η εναγώνια προσπάθεια των προσφύγων να βρουν ένα πλωτό μέσο για να απομακρυνθούν…
Το μεσημέρι, εισήλθε στην πόλη από την τουρκική συνοικία ο Μουσταφά Κεμάλ, με μια πομπή καλογυαλισμένων αυτοκινήτων, διακοσμημένων με κλάδους ελιάς, όπου τους υποδέχτηκε το ιππικό. Ήταν η στιγμή που ονειρευόταν για τρία ολόκληρα χρόνια. Η διανοούμενη Χαλιντέ Εντίπ, στέλεχος του Κεμάλ, ήταν μαγεμένη: «Με μια αστραπιαία κίνηση, δυο μακριές σειρές ιππέων τράβηξαν τα σπαθιά τους από τις θήκες και ο ήλιος άστραφτε πάνω στο ατσάλι, καθώς μας προσπέρασαν καλπάζοντας στις δυο πλευρές μας.» Την ίδια ημέρα οι τουρκικές δυνάμεις απελευθέρωσαν την Προύσα. Όταν τα νέα έφτασαν στην Άγκυρα, αφαιρέθηκε η μαύρη ταινία από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης. Η περίοδος πένθους της νέας Τουρκίας είχε, συμβολικά τουλάχιστον, τελειώσει.
Η πρώτη κίνηση του Κεμάλ ήταν να εγκαταστήσει στην πόλη τουρκική διοίκηση, με φρούραρχο τον αρχιστράτηγο Νουρεντίν πασά, άνθρωπο σκληρό, αδίστακτο και φιλόδοξο, ο οποίος έτρεφε άσβεστο μίσος για τους ξένους. Οι σκεπτόμενοι ανησύχησαν για αυτή την επιλογή. Ο Νουρεντίν πασάς, όμως, εγγυήθηκε την ασφάλεια της πόλης, λέγοντας ότι όλοι θα συνεχίσουν τη ζωή και τις δουλειές τους, όπως πριν. Οι κάτοικοι της Σμύρνης ήλπιζαν ότι η βία θα σταματούσε, αλλά δεν γνώριζαν ότι ο Κεμάλ είχε ήδη στείλει τηλεγράφημα στην Κοινωνία των Εθνών, προειδοποιώντας ότι επειδή τα πνεύματα του τουρκικού πληθυσμού είναι εξημμένα, η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν θα είναι υπεύθυνη για τυχόν σφαγές. Το ίδιο απόγευμα, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος και οι δημογέροντες της πόλης Κλημάνογλου και Τσουρουκτσόγλου παρουσιάστηκαν μετά από πρόσκληση στον Νουρεντίν πασά, για να «λάβουν οδηγίες» από τον νέο διοικητή της πόλης… Αυτός τους παρέδωσε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, στα χέρια του οποίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και διαμελίστηκαν.
Ένα αποπροσανατολισμένο τάγμα του ελληνικού στρατού που προσπαθούσε να φθάσει στην ακτή, αποτελούμενο από 6.000 περίπου άνδρες, συγκρούστηκε με τον τουρκικό στρατό στο προάστιο Παράδεισος και, μετά από μια ψευτομάχη, παραδόθηκε στους αντιπάλους. Αιχμαλωτίστηκαν όλοι, μαζί με κάποιους τελευταίους βραδυπορημένους Έλληνες στρατιώτες που εξαντλημένοι είχαν απομείνει στη Σμύρνη. Κάποιοι από αυτούς μπόρεσαν να μπουν σε ελληνικά σπίτια, να ντυθούν με πολιτικά και να γλυτώσουν. Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη χερσόνησο της Μικράς Ασίας τελείωνε…
Την ίδια ώρα, χιλιάδες έντρομοι Έλληνες και Αρμένιοι προσπαθούσαν να βρουν άσυλο σε εκκλησίες, προξενεία και ξένα ιδρύματα. Η αρμένικη συνοικία το πρωί της Κυριακής είναι ένα οστεοφυλάκιο. Σχεδόν κανένα σπίτι ή μαγαζί δεν έμεινε απαραβίαστο, οι περιουσίες είχαν εξανεμιστεί και τα λάφυρα μεταφέρονταν σε τεράστιες ποσότητες, φορτωμένα σε κάρα, ενώ κάρα φορτωμένα με πτώματα στέλνονταν στο εσωτερικό της χώρας. Πτώματα κείτονταν παντού, ενώ συνεχίζονταν οι βιασμοί των γυναικών και οι παιδοκτονίες. Χιλιάδες Αρμένιοι προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στην μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου. Ο G. Horton περιγράφει: Τα κομψά στρατιωτικά αποσπάσματα που είχαν εγγυηθεί την ασφάλεια και είχαν δημιουργήσει στους κατοίκους κάποια εμπιστοσύνη ότι ο τακτικός στρατός είχε αρχίσει να λειτουργεί και να προστατεύει τους πολίτες, είχαν τώρα ως βασική απασχόληση το κυνήγι και τον φόνο των Αρμενίων. Οι βιαιοπραγίες των πρώτων ημερών της τουρκικής κυριαρχίας είχαν ως κύριο στόχο την αρμενική κοινότητα, αλλά δεν περιορίστηκαν σε αυτήν. Εξαπλώθηκαν στον ελληνικό πληθυσμό, και σε πολύ μικρότερη έκταση, σε οικογένειες και ιδιοκτησίες των Λεβαντίνων. Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά γυναικών και πτώματα εξαπλώνονται πλέον σε όλη τη Σμύρνη και τα ακριβά προάστια του Μπουρνόβα, του Παραδείσου, του Κορδελιού, του Μπουτζά… Οι ξένες δυνάμεις είχαν αποβιβάσει στη Σμύρνη μικρά στρατιωτικά αποσπάσματα για να φρουρούν η καθεμία αποκλειστικά και μόνο τα δικά της προξενεία, εκκλησιές, νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα ή ακόμα και οικίες επιφανών συμπολιτών τους, όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία. Στο λιμάνι συνεχιζόταν πάντα η εναγώνια προσπάθεια των προσφύγων να βρουν ένα πλωτό μέσο για να απομακρυνθούν…
Το μεσημέρι, εισήλθε στην πόλη από την τουρκική συνοικία ο Μουσταφά Κεμάλ, με μια πομπή καλογυαλισμένων αυτοκινήτων, διακοσμημένων με κλάδους ελιάς, όπου τους υποδέχτηκε το ιππικό. Ήταν η στιγμή που ονειρευόταν για τρία ολόκληρα χρόνια. Η διανοούμενη Χαλιντέ Εντίπ, στέλεχος του Κεμάλ, ήταν μαγεμένη: «Με μια αστραπιαία κίνηση, δυο μακριές σειρές ιππέων τράβηξαν τα σπαθιά τους από τις θήκες και ο ήλιος άστραφτε πάνω στο ατσάλι, καθώς μας προσπέρασαν καλπάζοντας στις δυο πλευρές μας.» Την ίδια ημέρα οι τουρκικές δυνάμεις απελευθέρωσαν την Προύσα. Όταν τα νέα έφτασαν στην Άγκυρα, αφαιρέθηκε η μαύρη ταινία από το βήμα της Εθνοσυνέλευσης. Η περίοδος πένθους της νέας Τουρκίας είχε, συμβολικά τουλάχιστον, τελειώσει.
Η πρώτη κίνηση του Κεμάλ ήταν να εγκαταστήσει στην πόλη τουρκική διοίκηση, με φρούραρχο τον αρχιστράτηγο Νουρεντίν πασά, άνθρωπο σκληρό, αδίστακτο και φιλόδοξο, ο οποίος έτρεφε άσβεστο μίσος για τους ξένους. Οι σκεπτόμενοι ανησύχησαν για αυτή την επιλογή. Ο Νουρεντίν πασάς, όμως, εγγυήθηκε την ασφάλεια της πόλης, λέγοντας ότι όλοι θα συνεχίσουν τη ζωή και τις δουλειές τους, όπως πριν. Οι κάτοικοι της Σμύρνης ήλπιζαν ότι η βία θα σταματούσε, αλλά δεν γνώριζαν ότι ο Κεμάλ είχε ήδη στείλει τηλεγράφημα στην Κοινωνία των Εθνών, προειδοποιώντας ότι επειδή τα πνεύματα του τουρκικού πληθυσμού είναι εξημμένα, η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν θα είναι υπεύθυνη για τυχόν σφαγές. Το ίδιο απόγευμα, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος και οι δημογέροντες της πόλης Κλημάνογλου και Τσουρουκτσόγλου παρουσιάστηκαν μετά από πρόσκληση στον Νουρεντίν πασά, για να «λάβουν οδηγίες» από τον νέο διοικητή της πόλης… Αυτός τους παρέδωσε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, στα χέρια του οποίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και διαμελίστηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου