Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για την πολύκροτη υπόθεση με εμπλεκόμενο ιδιοκτήτη μεγάλης και γνωστής αλυσίδας φούρνων στην Αθήνα και όλη την Ελλάδα αποκαλύπτει σήμερα η εφημερίδα Έθνος.

Η υπόθεση είχε σοκάρει με τις λεπτομέρειες για εκδιδόμενες κοπέλες που είχαν πέσει θύμα trafficking και συντηρούνταν με κοκαΐνη για να μην αντιδρούν και πως κρατούνταν φυλακισμένες.

Τον Νοέμβριο του 2008, αστυνομικοί του τμήματος Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ., σε συνεργασία με την Ιντερπόλ, πραγματοποίησαν επιχείρηση συλλαμβάνοντας 23 άτομα ως μέλη της σπείρας. Υστερα από 7 χρόνια και πολλές αναβολές, η δίκη αναμένεται να ξεκινήσει σε πρώτο βαθμό την Τρίτη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Παρόντες θα είναι ως μάρτυρες οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση, όχι όμως και οι κοπέλες-θύματα του κυκλώματος, οι οποίες έχουν «εξαφανιστεί».

Το αναλυτικό ρεπορτάζ της Μαρίας Ψαρά και του Λευτέρη Μπιντέλα από το Έθνος υπενθυμίζει όλο το χρονικό της πολύκροτης ιστορίας και φέρνει στη δημοσιότητα στοιχεία που σοκάρουν.

Στο βούλευμα-καταπέλτη του Συμβουλίου Εφετών που φέρνει σήμερα στο φως το «Εθνος της Κυριακής» περιγράφονται οι σοκαριστικές λεπτομέρειες του τρόπου λειτουργίας των στριπ σόου, της σωματεμπορίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που γινόταν από τους ιδιοκτήτες της αλυσίδας αρτοποιίας και τους συνεργάτες τους. Στους 23 κατηγορουμένους αποδίδονται οι κατηγορίες της συγκρότησης δομημένης εγκληματικής οργάνωσης, διακριτούς ρόλους και διαρκή δράση, «με σκοπό τη διάπραξη πλείστων κακουργημάτων και συγκεκριμένα την οικονομική και γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων».
Η επιχείρηση «Λευκός Αρτος» αποτέλεσε συνέχεια της «Vitrine» τον Ιούλιο του 2007 στη διάρκεια της οποίας συνελήφθησαν 73 άτομα, μεταξύ αυτών και μεγάλος αριθμός εκδιδόμενων γυναικών. Τότε είχαν για πρώτη φορά προκύψει ενδείξεις ότι ο συγκεκριμένος «αρτοποιός» έλεγχε κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών μέσω ερωτικών ραντεβού. Ωστόσο, δεν είχε καταστεί εφικτό να αποδειχθεί η διασύνδεση του ιδίου με δύο νυχτερινά κέντρα στριπ σόου, ούτε όμως και με την αλυσίδα καταστημάτων αρτοποιίας, μέσω της οποίας γινόταν «ξέπλυμα».

Η δεύτερη επιχείρηση, ωστόσο, «έκαψε» τα μέλη της σπείρας. Μάλιστα, λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών είχε δώσει τότε εντολή να δοθούν στη δημοσιότητα τα ονόματα των συλληφθέντων και των κατηγορουμένων για τη συγκεκριμένη υπόθεση, σε μια προσπάθεια προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Σήμερα, το περιθώριο δημοσιοποίησης των στοιχείων έχει λήξει και, ενώ έχουν περάσει επτά χρόνια, τίποτα δεν έχει τελεσιδικήσει. Ολοι -ακόμη και οι φερόμενοι ως εγκέφαλοι- κυκλοφορούν ελεύθεροι, συνεχίζοντας (και επεκτείνοντας) τις επιχειρήσεις άρτου, διατηρώντας ταυτόχρονα και τα στριπ σόου.

Τις γυναίκες εντόπιζαν μέλη της οργάνωσης στις χώρες προέλευσής τους και η διακίνησή τους προς την Ελλάδα γινόταν μέσω «γραφείου ευρέσεως εργασίας» που συνεργαζόταν άμεσα με το κύκλωμα. Εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη οικονομική και κοινωνική θέση των όμορφων κοριτσιών, τις ξεγελούσαν ότι θα έρθουν στην Ελλάδα για δουλειά. Αφού εξασφάλιζαν τη συναίνεσή τους, τις προμήθευαν με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και τα εισιτήρια και οι γυναίκες έφταναν στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος».

Εκεί, τις παραλάμβανε Μολδαβός υπήκοος, και τις εγκαθιστούσε σε διαμερίσματα του κυκλώματος. Τις καλλονές νομιμοποιούσαν με την έκδοση πλαστών λιθουανικών διαβατηρίων, ενώ τις έβαζαν να καταθέσουν και αίτημα ασύλου. Την ίδια στιγμή, τα πραγματικά τους ταξιδιωτικά έγγραφα τα κρατούσαν οι ίδιοι, λέγοντας ότι για τις «εξυπηρετήσεις» αυτές οι κοπέλες τούς χρωστούσαν 30.000 ευρώ, τα οποία έπρεπε να ξεπληρώσουν.

Με χρήση βίας και απειλές σε βάρος τους, τα μέλη του κυκλώματος ωθούσαν τα θύματά τους στη χρήση κοκαΐνης, «τις εξανάγκαζαν να προβαίνουν σε ερωτικά ραντεβού και ασελγείς πράξεις με πελάτες των νυχτερινών τους κέντρων που διατηρούσε η οργάνωση στην περιοχή της Αττικής, αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη, τα οποία στη συνέχεια νομιμοποιούσαν μέσω της αλυσίδας φούρνων. Προκειμένου να αποφεύγουν τους ελέγχους των διωκτικών αρχών, είχαν συστήσει την κυπριακών συμφερόντων offshore εταιρεία με έδρα τη Μ. Βόδα», σημειώνεται στο βούλευμα.

Οι γυναίκες-θύματα trafficking δεν επιτρεπόταν να συνάπτουν φιλίες και να κάνουν γνωριμίες με θαμώνες των δύο στριπ σόου μαγαζιών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μίας κοπέλας από τη Ρωσία, της Μαρίας, η οποία περιέγραψε στις καταθέσεις της τη διαδικασία με την οποία έφτασε στην Ελλάδα και εξαναγκάστηκε σε πορνεία. Η κατάσταση χειροτέρευσε όμως όταν αποφάσισε να βγει για καφέ, χωρίς να έχει ενημερώσει τα «αφεντικά» της, με έναν υπάλληλο σε ένα από τα δύο νυχτερινά κέντρα.

Οταν το έμαθαν οι «επιστάτες» της, τη χτύπησαν και την απείλησαν ώστε να μη συμβεί ξανά, ενώ τον υπάλληλο τον ξυλοκόπησαν βάναυσα και στη συνέχεια τον απέλυσαν. Μετά το περιστατικό, τη Μαρία τη μετέφεραν σε διαμέρισμα της οδού Ηρακλείου, που ανήκε στην αρτοποιία, όπου την κρατούσαν κλειδωμένη, χωρίς κινητό και την άφηναν να βγει μόνο για να πάει στο στριπ σόου. Τελικά, η κοπέλα κατάφερε να αποδράσει και ζήτησε βοήθεια από τις Αρχές.

«Η μάρτυρας ανέφερε τα ονόματα των νεαρών γυναικών που είχαν αναγκαστεί με απειλές να εργάζονται στα καταστήματα έναντι αμοιβής, διευκρινίζοντας ότι το ποσό της ήταν ημερησίως 40 ευρώ, και ότι, ανάλογα με τα ποτά και τους ατομικούς χορούς, έπαιρνε επιπλέον χρήματα, αφού συμπλήρωνε τουλάχιστον 15 κάρτες (ποτού). Το ωράριο εργασίας της ήταν 11-6 τις καθημερινές και ως τις 8 τα Σαββατοκύριακα, έξι μέρες την εβδομάδα.

Στο βούλευμα αναφέρεται και μία ακόμη επιστολή που έφτασε με φαξ στις 25/6/2008 στη ΓΑΔΑ από την πολωνική πρεσβεία. Σε αυτή σημειωνόταν ότι νωρίτερα το μεσημέρι της ίδιας ημέρας νεαρή γυναίκα, υπήκοος Πολωνίας, εμφανώς τρομαγμένη, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους υπαλλήλους της πρεσβείας, καταγγέλλοντας ότι εργάζεται, παρά τη θέλησή της, σε δύο στριπτιζάδικα και ότι υποχρεώνεται να «εξυπηρετεί» πελάτες στα διαμερίσματα πολυκατοικίας στη λεωφόρο Ηρακλείου. Ταυτόχρονα, η Ιντερπόλ ενημέρωσε τις ελληνικές Αρχές ότι διεξήγαγε δική της έρευνα για πρόσωπα-μέλη του κυκλώματος, για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι διακινούσαν ανθρώπους με στόχο τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.

Οι αξιωματικοί της Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος έθεσαν υπό παρακολούθηση τα σπίτια, τα μαγαζιά και τα στριπ σόου του κυκλώματος και διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι την κατάσταση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, ο «αρχηγός» εμφανιζόταν καθημερινά σχεδόν στα νυχτερινά κέντρα, όπου εμφανιζόταν και ένας συνταξιούχος αστυνομικός που πληρωνόταν από την οργάνωση, προκειμένου να φέρνει εις πέρας τις εμπλοκές των καταστημάτων με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Οπως περιγράφουν μεταξύ άλλων οι αστυνομικοί, «στα καταστήματα εργάζονταν περισσότερες από 50 γυναίκες.

Τα μέλη του κυκλώματος «ενεργούσαν με σχέδιο, εξακολουθητικά, μεθοδικά και οργανωμένα, ως μέλη δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας, σε βάρος ταλαίπωρων οικονομικά εξαθλιωμένων γυναικών, με σκοπό τον εύκολο πλουτισμό τους από τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση, έχοντας ταπεινά κίνητρα, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος σωματεμπορίας με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, χρήση βίας και απειλών, χρήση ακινήτων ιδιοκτησίας των μελών για τη στέγαση και τον έλεγχο των γυναικών, την ίδρυση offshore εταιρείας που διαχειριζόταν τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, προκειμένου να μην εντοπίζονται εύκολα οι πραγματικοί ιδιοκτήτες, η τοποθέτηση αχυρανθρώπων ως υπεύθυνων λειτουργίας τους, την επένδυση κερδών από τις παράνομες δραστηριότητες...», συνοψίζεται στο βούλευμα.